ἑτερόφρων: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind

Menander, Monostichoi, 379
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui est en démence.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[φρήν]].
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui est en démence.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[φρήν]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον (ΑΜ [[ἑτερόφρων]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που σκέπτεται διαφορετικά, που έχει [[άλλη]] [[γνώμη]], ο [[ασύμφωνος]]<br /><b>2.</b> (για θρησκευτικά ζητήματα) [[αλλόθρησκος]], [[αλλόδοξος]], [[αλλόπιστος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σκέπτεται παράδοξα, ο [[αλλόφρων]], ο μαινόμενος<br /><b>2.</b> (για [[φυσικά]] φαινόμενα) [[παράξενος]], [[αλλιώτικος]] («ἑτερόφρονι κύματι», <b>Νόνν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ετεροφρόνως</i><br />με διαφορετική [[γνώμη]], ετερόδοξα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φρεν</i>- του [[φρην]], <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>φρων</i>].
}}
}}

Revision as of 07:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερόφρων Medium diacritics: ἑτερόφρων Low diacritics: ετερόφρων Capitals: ΕΤΕΡΟΦΡΩΝ
Transliteration A: heteróphrōn Transliteration B: heterophrōn Transliteration C: eterofron Beta Code: e(tero/frwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A thinking strangely, raving, Tryph.439; λύσσα AP1.19 (Claudian.), cf. Nonn.D.9.49.

German (Pape)

[Seite 1051] ον, anders gesinnt, uneinig, sp. D., wie παλμός Nonn. D. 10, 36; λύσσα Claudian. ep. (I, 191; κούρη, wahnsinnig, Tryph. 437; – von den Ketzern, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόφρων: -ον, (φρήν) φρονῶν κατὰ τρόπον ἕτερον, ἑτερόδοξος, Δίδυμ. Ἀλ. 808Α, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. μέρος 1. σ. 135Ε. ΙΙ. παραδόξως σκεπτόμενος, μαινόμενος, ἐμμανής, ἑτερόφρονα κούρην Τρυφιόδ. 439· ἑτερόφρονα λύσσαν Ἀνθ. Π. 1. 19.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui est en démence.
Étymologie: ἕτερος, φρήν.

Greek Monolingual

-ον (ΑΜ ἑτερόφρων, -ον)
1. αυτός που σκέπτεται διαφορετικά, που έχει άλλη γνώμη, ο ασύμφωνος
2. (για θρησκευτικά ζητήματα) αλλόθρησκος, αλλόδοξος, αλλόπιστος
μσν.-αρχ.
1. αυτός που σκέπτεται παράδοξα, ο αλλόφρων, ο μαινόμενος
2. (για φυσικά φαινόμενα) παράξενος, αλλιώτικος («ἑτερόφρονι κύματι», Νόνν.).
επίρρ...
ετεροφρόνως
με διαφορετική γνώμη, ετερόδοξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -φρων < θ. φρεν- του φρην, πρβλ. ά-φρων].