ἐφέδρα: Difference between revisions

From LSJ

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />action d’assiéger.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἕδρα]].
|btext=ας (ἡ) :<br />action d’assiéger.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἕδρα]].
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἐφέδρα]], ιων. τ. επέδρη)) [[εφέζομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] γυμνόσπερμων [[φυτών]], το μόνο [[μέλος]] της οικογένειας εφεδρίδες και της τάξης εφεδρώδη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να κάθεται [[κάποιος]] [[πάνω]] σε ένα [[μέρος]], το καθισιό<br /><b>2.</b> [[πολιορκία]], [[αποκλεισμός]] («ἐπέδρην ποιήσασθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[περιφρούρηση]] πολιορκημένου μέρους<br /><b>4.</b> [[βάση]], [[υποστήριγμα]]<br /><b>5.</b> (για άλογα) [[στάβλος]]<br /><b>6.</b> η [[επιφάνεια]] του κατωφλιού<br /><b>7.</b> <b>βοτ.</b> το [[φυτό]] [[ίππουρις]].
}}
}}

Revision as of 06:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφέδρα Medium diacritics: ἐφέδρα Low diacritics: εφέδρα Capitals: ΕΦΕΔΡΑ
Transliteration A: ephédra Transliteration B: ephedra Transliteration C: efedra Beta Code: e)fe/dra

English (LSJ)

Ion, ἐπέδρη, ἡ,

   A sitting by or before a place: hence, siege, blockade, Hdt.1.17; ἐπέδρην ποιήσασθαι Id.5.65; observation of a besieged place, Ath.Mech.18.14 (pl.).    2 sitting upon, Pl.Plt. 288a.    II stable, Phleg.Mir.3.    2 base, Hero Spir.1.30.    3 surface of a threshold, Rev.Phil.44.249 (Didyma, ii B.C.).    III a plant, = ἵππουρις, Hsch., Plin.HN26.36, Ps.-Dsc.4.46.

German (Pape)

[Seite 1113] ἡ, das Dabeisitzen, die Belagerung, Her. 1, 17. 5, 65, in ion. Form ἐπέδρη. – Das Daraufsitzen, Plat. Polit. 288 a. – Eine Pflanze, = ἵππουρις, Hesych.; vgl. Plin. H. N. 26, 7, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφέδρα: Ἰων. ἐπέδρη, ἡ, τὸ ἐφεδρεύειν, παραμένειν πλησίον τόπου τινός· ἐντεῦθεν, πολιορκία, ἀποκλεισμός, Λατ. obsessio, Ἡρόδ. 1. 17· ἐπέδρην ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. 5. 65. 2) κάθισις ἐπί τινος πράγματος, Λατ. insessio, διότι πᾶν ἕνεκά τινος ἐφέδρας ἐστὶ πλάτ. Πολιτικ. 288Α. ΙΙ. σταθμός, «στάβλος», Χρησ. παρὰ Φλέγ. ἐν Θαυμασ. 3. 2) βάσις, Ἥρων Πνευμ. σ. 183. ΙΙΙ. «πόα τις, ἣν καὶ ἵππουριν καλοῦσι» Ἡσύχ., Πλίν. 26. 20.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action d’assiéger.
Étymologie: ἐπί, ἕδρα.

Greek Monolingual

η (Α ἐφέδρα, ιων. τ. επέδρη)) εφέζομαι
νεοελλ.
γένος γυμνόσπερμων φυτών, το μόνο μέλος της οικογένειας εφεδρίδες και της τάξης εφεδρώδη
αρχ.
1. το να κάθεται κάποιος πάνω σε ένα μέρος, το καθισιό
2. πολιορκία, αποκλεισμός («ἐπέδρην ποιήσασθαι», Ηρόδ.)
3. περιφρούρηση πολιορκημένου μέρους
4. βάση, υποστήριγμα
5. (για άλογα) στάβλος
6. η επιφάνεια του κατωφλιού
7. βοτ. το φυτό ίππουρις.