εὐωπός: Difference between revisions
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> beau à voir, aux beaux yeux;<br /><b>2</b> qui voit bien <i>ou</i> qui voit de loin;<br /><i>Cp.</i> εὐωπότερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ὤψ]]. | |btext=ός, όν :<br /><b>1</b> beau à voir, aux beaux yeux;<br /><b>2</b> qui voit bien <i>ou</i> qui voit de loin;<br /><i>Cp.</i> εὐωπότερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ὤψ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐωπός]], -όν (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραία μάτια, που [[είναι]] [[ωραίος]] στην όψη<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> αυτός που [[είναι]] [[ευχάριστος]] σε κάποιον, [[φιλικός]], [[ευνοϊκός]]<br /><b>3.</b> αυτός που βλέπει καλά, αυτός που έχει καλή, ισχυρή όραση<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[εὐωπός]]<br />[[είδος]] θαλάσσιου ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὤψ</i> «όψη»), τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη [[βαθμίδα]] <i>ωπ</i>- της ρίζας <i>οπ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>όπ</i>-<i>ωπα</i>, <i>όψομαι</i>). Από τέτοια [[σύνθετα]] προήλθε η παραγωγική κατάλ. -<i>ωπός</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:35, 29 September 2017
English (LSJ)
(A), όν,
A = εὐώψ, E.Or.918, D.P.1075, Babr.124.9; εὐ.πύλαι friendly gates, E.Ion 1611 (troch.): in later Prose, Max.Tyr.8.3. II seeing well, Arist.GA780b36; εὐ. ὄμμα, of a snake, Ael.NA8.12.
εὐωπός (B), ὁ, a
A sea-fish, Opp.H.1.256.
German (Pape)
[Seite 1111] schönäugig, von schönem Ansehen, μορφῇ μὲν οὐκ εὐωπός, ἀνδρεῖος δ' ἀνήρ Eur. Or. 918; auch εὐωποὶ πύλαι, Ion 1611; gut, scharf sehend, πόῤῥωθεν Arist. gen. an. 5, 1; εὐωπότεροι ὀφθαλμοί Ael. H. A. 5, 47 u. öfter. – Ὁ, ein Seefisch, Opp. H. 1, 256.
Greek (Liddell-Scott)
εὐωπός: -όν, = εὐώψ, Εὐρ. Ὀρ. 918, Διον. Π. 1075, Βαβρ. 124· εὐ. πύλαι, φιλικαὶ πύλαι, Εὐρ. Ἴων 1611. ΙΙ. ὁ βλέπων καλῶς, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 38.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
1 beau à voir, aux beaux yeux;
2 qui voit bien ou qui voit de loin;
Cp. εὐωπότερος.
Étymologie: εὖ, ὤψ.
Greek Monolingual
εὐωπός, -όν (ΑΜ)
1. αυτός που έχει ωραία μάτια, που είναι ωραίος στην όψη
2. συνεκδ. αυτός που είναι ευχάριστος σε κάποιον, φιλικός, ευνοϊκός
3. αυτός που βλέπει καλά, αυτός που έχει καλή, ισχυρή όραση
4. το αρσ. ως ουσ. ὁ εὐωπός
είδος θαλάσσιου ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ωπος (< ὤψ «όψη»), τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη βαθμίδα ωπ- της ρίζας οπ- (πρβλ. όπ-ωπα, όψομαι). Από τέτοια σύνθετα προήλθε η παραγωγική κατάλ. -ωπός].