ἔφεξις: Difference between revisions
μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → not to be born is, past all prizing, best | not to be born excels the whole account | not to be born exceeds every possible estimate | not to be born is, beyond all estimation, best | never to have lived is best | not to be born is best of all
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br /><i>litt.</i> action d’arrêter :<br /><b>1</b> prétexte, excuse;<br /><b>2</b> <i>c.</i> [[ἐποχή]], <i>dans la doctrine des sceptiques</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπέχω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br /><i>litt.</i> action d’arrêter :<br /><b>1</b> prétexte, excuse;<br /><b>2</b> <i>c.</i> [[ἐποχή]], <i>dans la doctrine des sceptiques</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπέχω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἔφεξις]], ἡ (Α) [[επέχω]]<br /><b>1.</b> [[αφορμή]], [[δικαιολογία]], [[πρόσχημα]], [[πρόφαση]] <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἔφεξις]]<br />[[χάριν]], [[ἕνεκα]], ἐποχήν, πρόφασιν» («τοῡ δ' ἔφεξιν, ὦ μάταιε, ταῡτα δρᾱν σε βούλεται;» — για ποιό λόγο, με [[ποιά]] [[δικαιολογία]], ανόητε, θέλει να σού κάνει αυτά; <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>επιγρ.</b> [[αναχαίτιση]], [[σταμάτημα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:15, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἐπέχω)
A = ἐπισχεσία, excuse, pretext, τοῦ δ' ἔφεξιν; = τίνος χάριν; Ar.V.338 (troch.), cf. E.Fr.599 (tragic use, acc. to Sch. Ar. l.c.). II checking, stopping, IG12(9).207.10 (Eretria).
German (Pape)
[Seite 1114] ἡ, 1) das Anhalten. – 2) = ἐπισχεσία, Ar. Vesp. 337, nach dem Schol. = πρόφασις bei den Tragg.
Greek (Liddell-Scott)
ἔφεξις: -εως, ἡ, (ἐπέχω) = ἐπισχεσία, ἀφορμή, πρόφασις, τοῦ δ’ ἔφεξιν; = τίνος χάριν; Ἀριστοφ. Σφ. 338, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
litt. action d’arrêter :
1 prétexte, excuse;
2 c. ἐποχή, dans la doctrine des sceptiques.
Étymologie: ἐπέχω.
Greek Monolingual
ἔφεξις, ἡ (Α) επέχω
1. αφορμή, δικαιολογία, πρόσχημα, πρόφαση (κατά τον Ησύχ.) «ἔφεξις
χάριν, ἕνεκα, ἐποχήν, πρόφασιν» («τοῡ δ' ἔφεξιν, ὦ μάταιε, ταῡτα δρᾱν σε βούλεται;» — για ποιό λόγο, με ποιά δικαιολογία, ανόητε, θέλει να σού κάνει αυτά; Αριστοφ.)
2. επιγρ. αναχαίτιση, σταμάτημα.