θεία: Difference between revisions
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
(Bailly1_3) |
(16) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>fém. de</i> [[θεῖος]]¹. | |btext=<i>fém. de</i> [[θεῖος]]¹. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και θεια, η (AM [[θεία]])<br />η [[αδελφή]] του [[πατέρα]] ή της μητέρας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η εξαδέλφη του [[πατέρα]] ή της μητέρας, [[καθώς]] και η [[σύζυγος]] εξαδέλφου τών γονέων<br /><b>2.</b> (συν. σε [[συνεκφορά]] με γυναικείο όνομα ή [[επίθετο]]) [[προσφώνηση]] σε ηλικιωμένη [[γυναίκα]] («η [[θεία]] Λένα»)<br /><b>αρχ.</b><br />(κύρ. όν.) <i>Θεία</i><br />η [[μητέρα]] του Ηλίου και της Σελήνης, [[κόρη]] της Γης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. του [[θείος]] (ΙΙ)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A one's father's or mother's sister, aunt, POxy.274.5 (i A.D.), Ammon.Diff.p.130 V., etc. (Late formation fr. θεῖος (B), replacing τηθίς.)
German (Pape)
[Seite 1191] ἡ, Vater- oder Mutterschwester, Tante, besser τηθίς, nach Hellad. bei Phot. 530, 6. S. θεῖος.
Greek (Liddell-Scott)
θεία: ἡ, θηλ. τοῦ θεῖος, ἀδελφὴ πατρὸς ἢ μητρός, «θειά», Λατ. amita ἢ matertera, «Τηθὶς δέ ἐστιν ἡ τοῦ πατρὸς ἢ μητρὸς ἀδελφή, ἣν ἔνιοι θείαν καλοῦσιν» Ἀμμών. σ. 135, Ἑλλάδ. παρὰ Φωτίῳ Βιβλ. σ. 530, 6. ΙΙ. Θεία, κύρ. ὄνομα, θυγάτηρ τῆς Γῆς, μήτηρ τοῦ Ἡλίου καὶ τῆς Σελήνης, Ἡσ. Θ. 135.
French (Bailly abrégé)
fém. de θεῖος¹.
Greek Monolingual
και θεια, η (AM θεία)
η αδελφή του πατέρα ή της μητέρας
νεοελλ.
1. η εξαδέλφη του πατέρα ή της μητέρας, καθώς και η σύζυγος εξαδέλφου τών γονέων
2. (συν. σε συνεκφορά με γυναικείο όνομα ή επίθετο) προσφώνηση σε ηλικιωμένη γυναίκα («η θεία Λένα»)
αρχ.
(κύρ. όν.) Θεία
η μητέρα του Ηλίου και της Σελήνης, κόρη της Γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του θείος (ΙΙ)].