θεσπιῳδέω: Difference between revisions
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
(Bailly1_3) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />être prophète, rendre un oracle.<br />'''Étymologie:''' [[θεσπιῳδός]]. | |btext=-ῶ :<br />être prophète, rendre un oracle.<br />'''Étymologie:''' [[θεσπιῳδός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θεσπῐῳδέω:''' ([[θεσπιῳδός]]), [[προφητεύω]], [[ψέλνω]] προφητικό [[τραγούδι]], σε Αισχύλ., Ευρ., Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:24, 30 December 2018
English (LSJ)
A to be a θεσπιῳδός, sing in prophetic strain, A.Ag.1161, E.Ph.959, Ar.Pl.9, Pl.Ax.367d; χρησμοὶ τὸ κράτος τῆς οἰκουμένης -ῳδοῦσι Posidon.36J. II hold office of θεσπιῳδός, i. e. versifier of oracles, OGI530.6 (Amisus), IGRom.4.1588 (Claros), etc.
German (Pape)
[Seite 1204] ein θεσπιῳδός sein, Orakel ertheilen, weissagen; Aesch. Ag. 1133; von Apollo, ὃς θεσπιῳδεῖ τρίποδος ἐκ χρυσηλάτου Ar. Plut. 9; Posid. Ath. V, 213 b; auch von Dichtern, οἳ ποιήμασι θειοτέροις τὰ περὶ τὸν βίον θεσπιῳδοῦσιν Plat. Ax. 367 d.
Greek (Liddell-Scott)
θεσπιῳδέω: εἶμαι θεσπιῳδός, προφητεύω, ᾄδω προφητικὸν μέλος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1161, Εὐρ, ἐν Φοιν. 959, Ἀριστοφ. Πλ. 9, Πλάτ. Ἀξ. 367D, κτλ. - Κατὰ Πολυδ. Α΄, 17, «τὸ γὰρ θεσπιῳδῆσαι διθυραμβῶδες».
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être prophète, rendre un oracle.
Étymologie: θεσπιῳδός.
Greek Monotonic
θεσπῐῳδέω: (θεσπιῳδός), προφητεύω, ψέλνω προφητικό τραγούδι, σε Αισχύλ., Ευρ., Αριστοφ.