θηλυμελής: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον τὸ δικαιότατον, λῷστον δ' ὑγιαίνειν → nothing is more beautiful than being just, but nothing is more pleasant than being healthy | Most beautiful is what is most just; the best thing is to be healthy.

Source
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />au doux chant de femme.<br />'''Étymologie:''' [[θῆλυς]], [[μέλος]] II.
|btext=ής, ές :<br />au doux chant de femme.<br />'''Étymologie:''' [[θῆλυς]], [[μέλος]] II.
}}
{{grml
|mltxt=[[θηλυμελής]], -ές (Α)<br />(για το [[αηδόνι]]) αυτός που ψάλλει με γλυκιά και μελωδική [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηλυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]] «[[μελωδία]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εμ</i>-[[μελής]], <i>θελξι</i>-[[μελής]]].
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηλυμελής Medium diacritics: θηλυμελής Low diacritics: θηλυμελής Capitals: ΘΗΛΥΜΕΛΗΣ
Transliteration A: thēlymelḗs Transliteration B: thēlymelēs Transliteration C: thilymelis Beta Code: qhlumelh/s

English (LSJ)

ές,

   A singing in soft strain, Ἀλκμᾶνος ἀηδόνες AP 9.184.

German (Pape)

[Seite 1207] ἀηδών, weiblich, zart singend, Ep. ad. 519 (IX, 184).

Greek (Liddell-Scott)

θηλυμελής: -ές, ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, ἡ ᾄδουσα μετὰ γλυκείας καὶ μελῳδικῆς φωνῆς, Ἀνθ. Π. 9. 184.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
au doux chant de femme.
Étymologie: θῆλυς, μέλος II.

Greek Monolingual

θηλυμελής, -ές (Α)
(για το αηδόνι) αυτός που ψάλλει με γλυκιά και μελωδική φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -μελής (< μέλος «μελωδία»), πρβλ. εμ-μελής, θελξι-μελής].