κατασήπω: Difference between revisions
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> faire pourrir ; <i>au Pass. (f.2</i> κατασαπήσομαι, <i>ao.2</i> κατεσάπην) pourrir, être pourri;<br /><b>2</b> <i>intr. (au pf.</i> κατασέσηπα) être pourri.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σήπω]]. | |btext=<b>1</b> <i>tr.</i> faire pourrir ; <i>au Pass. (f.2</i> κατασαπήσομαι, <i>ao.2</i> κατεσάπην) pourrir, être pourri;<br /><b>2</b> <i>intr. (au pf.</i> κατασέσηπα) être pourri.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σήπω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατασήπω]] (AM)<br /><b>παθ.</b> <i>κατασήπομαι</i><br />[[φθίνω]], [[λειώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] ή [[αφήνω]] [[κάτι]] να σαπίσει («τὰ μὲν αὐτῶν κατορύττουσι, τὰ δὲ κατασήπουσι, τὰ δὲ ἀριθμοῡντες...», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[αφήνω]] κάποιον να αποχαυνώνεται («κατασήπειν τοὺς ἀνθρώπους ἐν τοῑς πάθεσι», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σήπω]] «[[κάνω]] [[κάτι]] να σαπίσει»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
A cause or allow to rot, X.Cyr.8.2.21:—Pass., rot away, ib.8.2.22; μὴ . . κατὰ Χρόα πάντα σᾰπήῃ Il.19.27; ἕως ἂν κατασαπῇ Pl. Phd.86d; -σαπέντων τῶν καρπῶν CPHerm.6.16 (iii A.D.): so in pf. -σέσηπα Ar.Pl.1035, Philetaer.9. 2 metaph., cause or allow to linger, τοὺς ἀνθρώπους ἐν τοῖς πάθεσι Gal.10.264:—Pass., pine away, -σήπεσθαι ἐπὶ τῆς κλίνης ib.263; πρὸς ταῖς ἀλλοτρίαις θύραις -σαπῆναι Arr.Epict.4.10.20.
Greek (Liddell-Scott)
κατασήπω: κάμνω τι νὰ σαπίσῃ, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 22.― Παθ., ἀόρ. β΄ κατεσάπην, καὶ μέλλ. κατασαπήσομαι, σαπίζω, σήπομαι καὶ καταπίπτω, μὴ… κατὰ… πάντα σαπήῃ Ἰλ. Τ. 27· ἕως ἂν τὰ ξύλα κατασαπῇ… καὶ κατασαπήσεσθαι Πλάτ. Φαίδων 86C· πρὸς ταῖς ἀλλοτρίαις θύραις κατασαπῆναι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 10, 20· ἃ οὐ κατασήπεται Ξεν. Κύρ. 8. 2, 22· οὕτω καὶ ὁ πρκμ. κατασέσηπα Ἀριστοφ. Πλ. 1035.
French (Bailly abrégé)
1 tr. faire pourrir ; au Pass. (f.2 κατασαπήσομαι, ao.2 κατεσάπην) pourrir, être pourri;
2 intr. (au pf. κατασέσηπα) être pourri.
Étymologie: κατά, σήπω.
Greek Monolingual
κατασήπω (AM)
παθ. κατασήπομαι
φθίνω, λειώνω
αρχ.
1. κάνω ή αφήνω κάτι να σαπίσει («τὰ μὲν αὐτῶν κατορύττουσι, τὰ δὲ κατασήπουσι, τὰ δὲ ἀριθμοῡντες...», Ξεν.)
2. αφήνω κάποιον να αποχαυνώνεται («κατασήπειν τοὺς ἀνθρώπους ἐν τοῑς πάθεσι», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + σήπω «κάνω κάτι να σαπίσει»].