κοινωνία: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
(Bailly1_3)
(strοng)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />échange de relations, communication, commerce.<br />'''Étymologie:''' [[κοινωνός]].
|btext=ας (ἡ) :<br />échange de relations, communication, commerce.<br />'''Étymologie:''' [[κοινωνός]].
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[κοινωνός]]; [[partnership]], i.e. ([[literally]]) [[participation]], or ([[social]]) [[intercourse]], or ([[pecuniary]]) [[benefaction]]: (to) [[communicate]](-ation), [[communion]], (contri-)[[distribution]], fellowship.
}}
}}

Revision as of 17:48, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινωνία Medium diacritics: κοινωνία Low diacritics: κοινωνία Capitals: ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Transliteration A: koinōnía Transliteration B: koinōnia Transliteration C: koinonia Beta Code: koinwni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A communion, association, partnership, κ. μαλθακά Pi.P.1.97; οὔτε φιλία ἰδιώταις οὔτε κ. πόλεσιν Th.3.10; ὅτῳ δὲ μὴ ἔνι κ., φιλία οὐκ ἂν εἴη Pl.Grg.507e; ἐν ταῖς κ. τε καὶ ὁμιλίαις Id.Lg.861e, cf. Smp.182c; ἡ περὶ . . ἀνθρώπους πρὸς ἀλλήλους κ. ib.188c; ἐν διαλύσει τῆς κ. Id.R.343d; ἡ τῶν γυναικῶν κ. τοῖς ἀνδράσι, viz. co-education, ib.466c; ἀνθρωπίνη κ. human society, Id.Plt.276b; ἡ κ. ἡ πολιτική Arist.Pol.1252a7; αὕτη ἡ κ., of marriage, ib.1334b33; πόλις ἡ γενῶν καὶ κωμῶν κ. ib.1281a1; fellowship, Act. Ap.2.42, al.; ἡ πρὸς τὸν Δία κ. Arr.Epict.2.19.27.    b joint-ownership, PLond.2.311.2 (ii A.D.), etc.    2 c. gen. objecti, λυγραὶ . . τῶν ὅπλων κ. E.HF1377; γάμων Pl.Lg.721a; γυναικῶν Id.R.461e; ἡ ἡδονῆς τε καὶ λύπης κ. συνδεῖ ib.462b; τῶν πόνων Id.Ti.87e; βοηθείας καὶ φιλίας D.9.28; βίου, of marriage, BGU1051.9 (Aug.); ἡ κ. τοῦ ἁγίου πνεύματος 2 Ep.Cor.13.14 (later, of Holy Communion, Just. Nov.7.11); κ. τῶν ἱερῶν Supp.Epigr.4.247 (Panamara); τίς θαλάσσης βουκόλοις κ.; what have herdsmen to do with the sea? E.IT254; τίς δαὶ κατόπτρου καὶ ξίφους κ.; Ar.Th.140; λύπη μανίας κοινωνίαν ἔχει τινά Alex.296; opp. ἀκοινωνησία, Dam.Pr.423.    II sexual intercourse, E.Ba.1276; γυναικὸς λαμβάνειν κοινωνίαν Amphis 20.3.    III charitable contribution, alms, Ep.Rom.15.26, Ep.Hebr.13.16, Jahresh.4 Beibl.37.    2 charitable disposition, opp. πλεονεξία, Corp.Herm.13.9.    IV Pythag. name for 2, Theol.Ar.8.

German (Pape)

[Seite 1470] ἡ, Theilnahme, Gemeinschaft, Umgang; μαλθακαί Pind. P. 1, 97, λυγραὶ τῶνδ' ὅπλων κοινωνίαι Eur. Herc. F. 1377; τίς θαλάσσης βουκόλοις κοινωνία; I. T. 254; τίς δαὶ κατόπτρου καὶ ξίφους κοινωνία; Ar. Th. 147; πρὸς ἀλλήλους Plat. Conv. 188 c; ἡδονῆς τε καὶ λύπης Rep. V, 462 b; καὶ σύμμιξις τῶν γάμων Legg. VI, 721 a; καὶ ὁμιλίαι IX, 861 e; Folgde. Vom ehelichen Umgange, Eur. Bacch. 1277; γυναικὸς λαμβάνειν κοινωνίαν Amphis bei Ath. III, 69 c; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κοινωνία: ἡ, (κοινωνέω) ἕνωσις, συμμετοχή, συγκοινωνία, ἐπιμιξία, ὁμιλία (συναναστροφή), κτλ., μαλθακαὶ κ. Πινδ. Π. 1. 189· οὔτε φιλία ἰδιώταις, οὔτε κ. πόλεσιν Θουκ. 3. 10· ὅτῳ δὲ μὴ ἔνι κ., φιλία οὐκ ἂν εἴη Πλάτ. Γοργ. 507Ε· ἐν ταῖς κ. τε καὶ ὁμιλίαις ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 861Ε, πρβλ. Συμπ. 182C· ἡ περὶ... ἀνθρώπους πρὸς ἀλλήλους κ. αὐτόθι 188C, πρβλ. Πολιτ. 283D· ἐν διαλύσει τῆς κ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 343D· ἡ ἀνθρωπίνη κ., ὡς καὶ νῦν, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 276Β· ἡ κ. ἡ πολιτικὴ Ἀριστ. Πολιτ. 1. 1, 1· αὕτη ἡ κ., ἐπὶ τοῦ γάμου, αὐτόθι 7. 16, 6· πόλις ἡ γενῶν καὶ κωμῶν κ. αὐτόθι 3. 9· 14, κτλ. 2) μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμ., συγκοινωνία μέ..., λυγραὶ... τῶν ὅπλων κ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1377· κοινότης, μετοχή, γάμων Πλάτ. Νόμ. 721Α· γυναικῶν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 461Ε· ἡ ἡδονῆς τε καὶ λύπης κ. ξυνδεῖ αὐτόθι 462Β· τῶν πόνων ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 87Ε· ― ἐντεῦθεν κ. τινός τινι ἢ κ. τίνος καί τινος, ὡς, τίς θαλάσσης βουκόλοις κ.; τίνα σχέσιν οἱ βοσκοὶ μὲ τὴν θάλασσαν; Εὐρ. Ι. Τ. 254· τίς δαὶ κατόπτρου καὶ ξίφους κ.; δηλ. τίνα σχέσιν ἔχουσι τὰ καλλωπιστικὰ μέσα τῶν γυναικῶν πρὸς τὰ ὅπλα τῶν ἀνδρῶν; Ἀριστοφ. Θεσμ. 140· λύπη μανίας κοινωνίαν ἔχει τινὰ Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 45· κ. βοηθείας καὶ φιλίας Δημ. 118. 14. ΙΙ. σαρκικὴ συνουσία, Εὐρ. Βάκχ. 1277· ἡ τῶν γυναικῶν κ. τοῖς ἀνδράσιν Πλάτ. Πολ. 466C· γυναικὸς λαμβάνειν κοινωνίαν Ἄμφις ἐν «Ἰαλέμῳ» 1. 3. ΙΙΙ. κοινὸν δῶρον, ἐλεημοσύνη, συνεισφορά, Ἐπιστ. π. Ρωμ. ιε΄, 26, π. Ἑβρ. ιγ΄, 16.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
échange de relations, communication, commerce.
Étymologie: κοινωνός.

English (Strong)

from κοινωνός; partnership, i.e. (literally) participation, or (social) intercourse, or (pecuniary) benefaction: (to) communicate(-ation), communion, (contri-)distribution, fellowship.