κόλλυβος: Difference between revisions
πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria
(Bailly1_3) |
(21) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> petite pièce de monnaie;<br /><b>2</b> petit poids.<br />'''Étymologie:''' DELG pê emprunt sémit. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> petite pièce de monnaie;<br /><b>2</b> petit poids.<br />'''Étymologie:''' DELG pê emprunt sémit. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[κόλλυβος]])<br /><b>1.</b> [[νόμισμα]] μικρής αξίας<br /><b>2.</b> το [[κέρδος]] του κολλυβιστή το οποίο προέρχεται από [[ανταλλαγή]] νομίσματος<br /><b>αρχ.</b><br />μικρό [[βάρος]] χρυσού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για σημιτικό [[δάνειο]], <b>[[πρβλ]].</b> εβρ. <i>h</i><i>ā</i><i>lap</i> «[[συναλλαγή]]», <i>hlp</i> «[[ανταλλάσσω]]». Ο [[παράλληλος]] τ. [[κόλλυβον]] <b>στον πληθ.</b> έχει τη σημ. «μικρές στρογγυλές πίτες», πιθ. λόγω του σχήματός τους. Η σημ. αυτή επεκτάθηκε στη Νεοελληνική και σημαίνει μεταφορικά το βρασμένο [[σιτάρι]] που προσφέρουν στα μνημόσυνα. Τη λ., με τη σημ. αυτή, δανείστηκε η ρωσ., <b>[[πρβλ]].</b> <i>kόlivo</i>. Τα ανθρωπωνύμια <i>Κολλυβάς</i>, <i>Κολλυβίσκος</i> [[είναι]] παρ. της λ. [[κόλλυβος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A small coin, κολλύβου for a doit, Ar.Pax 1200, Eup.233, Call.Fr.85: masc. acc. to Phryn. 404, Hsch.:—but neut. κόλλῠβον, τό, Poll.9.72. 2 small gold weight, Thphr.Lap.46. 3 neut. pl. κόλλυβα, τά, small cakes (cf. κόλλαβος 11), Sch.Ar.Pl.768; cf. κόλλυβα· τρωγάλια, Hsch. II κ., ὁ, rate of exchange, IG12(5).817 (pl., Tenos, ii B.C.), SIG672.32 (Delph., ii B.C.); agio, Cic.Verr.2.3.78.181, Att.12.6.1, PFay.56.7 (ii A.D.), etc. (Cf. Hebr. [hudot ]ālap 'change', 'exchange'.)
German (Pape)
[Seite 1473] ὁ, kleine Münze, Scheidemünze, λεπτὸν νομισμάτιον, Poll. 9, 72; nach Hesych. ὁ ἐν τῷ χαλκῷ κεχαραγμένος βοῦς, an κολοβός erinnernd; προτοῦ οὐδεὶς ἐπρίατ' ἂν δρέπανον οὐδὲ κολλύβου, νυνὶ δὲ πεντήκοντα δραχμῶν αὔτ' ἐμπολῶ Ar. Pax 1166; Sp. Bes. das Aufgeld oder Agio beim Verwechseln fremder Geldsorten in einheimische, VLL. – Bei Theophr. ein kleines Gewicht für Gold.
Greek (Liddell-Scott)
κόλλῠβος: ὁ, μικρὸν νόμισμα, κολλύβου ἀντὶ λεπτοῦ, «διὰ τίποτε», Ἀριστοφ. Εἰρ. 1200, Εὔπολις ἐν «Πόλεσι» 5, Καλλ. ἐν Ἀποσπ. 85· ― ἀρσεν. παρὰ Φρυνίχ. 440, Ἡσύχ.· οὐδέτ. παρὰ Πολυδ. Θ΄, 72. 2) ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, κόλλυβα, τά, μικρὰ στρογγύλα πλακούντια (ἴδε κόλλαβος ΙΙ), Ἀριστοφ. Πλ. 768· «κόλλυβα· τρωγάλια» Ἡσύχ. ΙΙ. τὸ κέρδος, τὸ ὁποῖον ἐπὶ τῇ ἀνταλλαγῇ τῶν νομισμάτων λαμβάνει ὁ ἀργυραμοιβὸς (κολλυβιστής), agio, Κικ. Verr. 3. 78, π. Ἀττ. 12, 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 2334. 4· καὶ ὁ Böckh διώρθωσεν: ἀκολλύβιστον, ἄνευ πληρωμῆς διὰ τὴν ἀνταλλαγήν, αὐτόθι 9. ΙΙΙ. μικρὸν βάρος χρυσοῦ, Θεοφρ. π. Λίθ. 46.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 petite pièce de monnaie;
2 petit poids.
Étymologie: DELG pê emprunt sémit.
Greek Monolingual
ο (Α κόλλυβος)
1. νόμισμα μικρής αξίας
2. το κέρδος του κολλυβιστή το οποίο προέρχεται από ανταλλαγή νομίσματος
αρχ.
μικρό βάρος χρυσού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για σημιτικό δάνειο, πρβλ. εβρ. hālap «συναλλαγή», hlp «ανταλλάσσω». Ο παράλληλος τ. κόλλυβον στον πληθ. έχει τη σημ. «μικρές στρογγυλές πίτες», πιθ. λόγω του σχήματός τους. Η σημ. αυτή επεκτάθηκε στη Νεοελληνική και σημαίνει μεταφορικά το βρασμένο σιτάρι που προσφέρουν στα μνημόσυνα. Τη λ., με τη σημ. αυτή, δανείστηκε η ρωσ., πρβλ. kόlivo. Τα ανθρωπωνύμια Κολλυβάς, Κολλυβίσκος είναι παρ. της λ. κόλλυβος.