Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λυσίζωνος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(Bailly1_3)
(23)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui assiste les femmes en couche (Artémis <i>ou</i> Eileithyia).<br />'''Étymologie:''' [[λύω]], [[ζώνη]].
|btext=ος, ον :<br />qui assiste les femmes en couche (Artémis <i>ou</i> Eileithyia).<br />'''Étymologie:''' [[λύω]], [[ζώνη]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λυσίζωνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που λύνει τη [[ζώνη]]<br /><b>2.</b> (για [[νύφη]]) αυτή που καταθέτει, που αφιερώνει την [[παρθενική]] [[ζώνη]] στην Άρτεμι<br /><b>3.</b> (για στρατιώτη) αυτός που αποθέτει την [[πανοπλία]], [[άοπλος]]<br /><b>4.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Λυσίζωνος</i><br />α) [[επίκληση]] της Αρτέμιδος<br />β) [[επίκληση]] της Ειλειθυίας, η οποία βοηθούσε τις γυναίκες [[κατά]] τον τοκετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζώνη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βαθύ</i>-<i>ζωνος</i>, <i>καλλί</i>-<i>ζωνος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:44, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡσῐζωνος Medium diacritics: λυσίζωνος Low diacritics: λυσίζωνος Capitals: ΛΥΣΙΖΩΝΟΣ
Transliteration A: lysízōnos Transliteration B: lysizōnos Transliteration C: lysizonos Beta Code: lusi/zwnos

English (LSJ)

ον, of a soldier,

   A unequipped, ungirded, unarmed, Polyaen.8.24.3.    II loosing the zone, i.e. ceasing to be a maid, Hsch., Suid.: hence as epith. of Eileithyia and Artemis, who assisted women in travail, Theoc.17.60, Corn.ND34, Orph.H.2.7, 36.5, etc.

Greek (Liddell-Scott)

λῡσίζωνος: -ον, ἐπὶ στρατιώτου, ὁ καταθεὶς τὴν πανοπλίαν, ἄνευ ζώνης, ἄοπλος, Λατ. discintus, Σεβαστὸς τοὺς ἐπὶ στρατοπέδου διαμαρτόντας ἐκέλευε πρὸ τοῦ στρατηγείου λυσιζώνους ἑστάναι Πολύαιν. 8. 24, 3. ΙΙ. ἡ λύσασα τὴν ζώνην, «γυνή, ἥτις ἐνυμφεύθη» Ἡσύχ., «ἡ ἀνδρὶ πλησιάσασα» Σουΐδ.· - ἐντεῦθεν ὡς ἐπίθ. τῆς Ἀρτέμιδος εἰς ἣν αἱ παρθένοι αἱ μέλλουσαι νὰ ἔλθωσιν εἰς μῖξιν μετ’ ἀνδρὸς ἀνετίθεσαν τὰς παρθενικὰς αὑτῶν ζώνας, καὶ τῆς Εἰλειθυίας, ἥτις ἐβοήθει τὰς ὠδινούσας γυναῖκας, Σουΐδ., Θεόκρ. 17. 60, Ὀρφ. Ὕμν. 1. 7, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui assiste les femmes en couche (Artémis ou Eileithyia).
Étymologie: λύω, ζώνη.

Greek Monolingual

λυσίζωνος, -ον (Α)
1. αυτός που λύνει τη ζώνη
2. (για νύφη) αυτή που καταθέτει, που αφιερώνει την παρθενική ζώνη στην Άρτεμι
3. (για στρατιώτη) αυτός που αποθέτει την πανοπλία, άοπλος
4. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Λυσίζωνος
α) επίκληση της Αρτέμιδος
β) επίκληση της Ειλειθυίας, η οποία βοηθούσε τις γυναίκες κατά τον τοκετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + -ζωνος (< ζώνη), πρβλ. βαθύ-ζωνος, καλλί-ζωνος].