μεταπρέπω: Difference between revisions
Ἡ γλῶσσα πολλῶν ἐστιν αἰτία κακῶν → Malis initium lingua permultis dedit → Die Zunge ist vielfachen Leides Ursache
(Bailly1_3) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />se distinguer parmi, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[πρέπω]]. | |btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />se distinguer parmi, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[πρέπω]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=be [[conspicuous]] or [[prominent]] [[among]], [[τισίν]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:30, 15 August 2017
English (LSJ)
A distinguish oneself or be distinguished among, c. dat. pl., [ταῦρος] βόεσσι μ. Il.2.481, etc.: freq. (esp. in Il.) of heroes, μ. ἡρώεσσιν ib.579; Τρώεσσι 13.175; ἱππεῦσι 11.720, cf. Hes.Th.92 (tm.); συμποσίοισι μ. Phalaec. ap. Ath.10.440d; ἐν πάντεσσι Orph.A.806: c. dat. modi, ἔγχεϊ Τρωσὶ μεταπρέπω I am distinguished among the Trojans by the spear, Il.16.835, cf. 596, Hes.Th.377: so c. inf., μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσιν ἔγχεϊ μάρνασθαι Il. 16.194, cf. Od.18.2 (tm.): c. acc., μ. ἠϊθέοισιν εἶδος A.R.2.784.
German (Pape)
[Seite 153] unter Mehreren hervorglänzen, sich unter ihnen hervorthun, auszeichnen; ταῦρος βόεσσι μεταπρέπει, Il. 2, 481, u. öfter von stattlichen Thieren, sowie von Helden, πᾶσι μετέπρεπεν ἡρώεσσιν, 2, 579; mit näherer Angabe dessen, wodurch sich Einer auszeichnet, ὃς πᾶσι μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσιν ἔγχεϊ μάρνασθαι, im Speerkampfe that er sich unter den Myrmidonen hervor, Il. 16, 194; kürzer, ἔγχεϊ δ' αὐτὸς Τρωσὶ – μεταπρέπω, ib. 835; auch ὄλβῳ τε πλούτῳ τε μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσιν, 596; Hes. Th. 377; sp. D., auch c. accus., wie Ap. Rh. 2, 784, πάντεσσι μετέπρεπεν ἠϊθέοισιν εἶδός τ' ἠδὲ βίην.
Greek (Liddell-Scott)
μεταπρέπω: διαπρέπω μεταξὺ πολλῶν, διακρίνομαι, μετὰ δοτ. πληθυντ., ἐπὶ μεγάλων καὶ εὐσώμων ζῴων, ταῦρος μεταπρέπει βόεσσι Ἰλ. Β. 481, κτλ.· ἢ ἐπὶ ἡρώων, μ. ἡρώεσσι, Μυρμιδόνεσσι, Τρώεσσι, κτλ., συχνὸν παρ’ Ὁμ. (ἰδίως ἐν τῇ Ἰλ.), καὶ παρ’ Ἡσ.· ὡσαύτως μετὰ δοτ. τρόπου, ἔγχεϊ Τρωσὶ μεταπρέπω, διακρίνομαι μεταξὺ τῶν Τρῶων τῷ δόρατι, Ἰλ. Π. 835, πρβλ. 596, Ἡσ. Θ. 377· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσιν ἔγχεϊ μάρνασθαι Ἰλ. Π. 194· μετ’ αἰτ., μ. ἠιθέοισιν εἶδος Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 784. - Κατὰ τὸν Ἡσύχ.: «μετατρέπειν· ὑπερβαίνειν, ὑπερλάμπειν».
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
se distinguer parmi, τινι.
Étymologie: μετά, πρέπω.
English (Autenrieth)
be conspicuous or prominent among, τισίν.