μεθύσκω: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(Bailly1_3)
(strοng)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> μεθύσω, <i>ao.</i> ἐμέθυσα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> μεθυσθήσομαι, <i>ao.</i> ἐμεθύσθην, <i>pf.</i> μεμέθυσμαι ; <i>au Moy. seul. prés. et impf.</i><br />enivrer, acc.;<br /><i>Pass.-Moy.</i> μεθύσκομαι (<i>f.</i> μεθυσθήσομαι, <i>ao.</i> ἐμεθύσθην, <i>pf.</i> μεμέθυσμαι);<br /><b>1</b> s’enivrer;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> festiner, faire bonne chère, faire bombance.<br />'''Étymologie:''' [[μέθυ]].
|btext=<i>f.</i> μεθύσω, <i>ao.</i> ἐμέθυσα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> μεθυσθήσομαι, <i>ao.</i> ἐμεθύσθην, <i>pf.</i> μεμέθυσμαι ; <i>au Moy. seul. prés. et impf.</i><br />enivrer, acc.;<br /><i>Pass.-Moy.</i> μεθύσκομαι (<i>f.</i> μεθυσθήσομαι, <i>ao.</i> ἐμεθύσθην, <i>pf.</i> μεμέθυσμαι);<br /><b>1</b> s’enivrer;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> festiner, faire bonne chère, faire bombance.<br />'''Étymologie:''' [[μέθυ]].
}}
{{StrongGR
|strgr=a prolonged (transitive) [[form]] of [[μεθύω]]; to [[intoxicate]]: be [[drunk]](-en).
}}
}}

Revision as of 17:51, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθύσκω Medium diacritics: μεθύσκω Low diacritics: μεθύσκω Capitals: ΜΕΘΥΣΚΩ
Transliteration A: methýskō Transliteration B: methyskō Transliteration C: methysko Beta Code: mequ/skw

English (LSJ)

fut. -ύσω [ῠ] LXX De.32.42: aor. 1 ἐμέθῠσα ib.2 Ki.11.13, Ep. -υσσα Nonn.D.3.11, AP5.260 (Agath.); inf.

   A μεθύσαι Alex. (v. infr.):—Pass., fut. μεθυσθήσομαι LXX Ho.14.8, Luc.Luct.13, D.L. 7.118: aor. ἐμεθύσθην Heraclit.117, E.Cyc.167, etc.; Aeol. inf. μεθύσθην Alc.35: pf. μεμέθυσμαι Hedyl. ap. Ath.4.176d:—Causal of μεθύω, make drunk, intoxicate, Διόνυσος οἶδε τὸ μεθύσαι μόνον Alex. 214; μ. ἑαυτὴν οἴνῳ Luc.Syr.D.22: metaph., πάνθ' ὅσα δι' ἡδονῆς μεθύσκοντα παράφρονας ποιεῖ Pl.Lg.649d; τὴν αἴσθησιν Thphr.Od. 46; Ἀθηνᾶ μεθύσασα ὕπνῳ τοὺς βαρβάρους Vett. Val.347.26.    2 give to drink, θηλὴ μεθύσκει με μητρῴη Babr.89.9; moisten, βωμοὺς ἐν γάλακτι, τέφρην, AP6.99 (Phil.), 11.8.    II Pass., = μεθύω, drink freely, get drunk, Alc. l.c., Hdt.1.133, etc.; ὀδμῇ, οἴνῳ, ib.202; πίνων οὐ μεθύσκεται X.Cyr.1.3.11: in aor. ἐμεθύσθην, to be drunk, ἀνὴρ ὁκόταν μεθυσθῇ Heraclit. l.c.; ἅπαξ μεθυσθείς E.Cyc.167, cf. Ar.V.1252; ἀνθρώπους οἵους μεθυσθέντας D.2.19: c. gen., νέκταρος with nectar, Pl.Smp.203b: metaph., ὅταν πόλις [ἐλευθερίας] μεθυσθῇ Id.R.562d: c. dat., ταῖς ἐξουσίαις with power, D.H.4.74:—in Hp. Steril.218 μεθυσκέτω is corrupt for μεθυσκέσθω.    2 to be filled with food, μ. σίτῳ LXX Ho.14.8; cf. μεθύει· πεπλήρωται, Hsch.

German (Pape)

[Seite 114] fut. u. die anderen tempp. von μεθύω, berauschen, in Wein trunken machen, auch übertr. wie unser berauschen, δι' ἡδονῆς μεθύσκοντα Plat. Legg. I, 649 d u. Sp., μεθύσασα ἑαυτὴν οἴνῳ, Luc. Dea Syr. 22. Ueb. benetzen, τέφρην, Ep. ad. 78 (XI, 8); βωμοὺς ἐν γάλακτι μεθύσας, Philp. 7 (VI, 99). – Pass. sich berauschen, zechen; Her. 1, 133; Xen. Hell. 3, 2, 20; Pol. 4, 57, 3; berauscht werden, πίνων οὐ μεθύσκεται, Xen. Cyr. 1, 3, 11; Plat. Conv. 176 c; bes. im aor. ἐμεθύσθην, τινός, von Etwas, μεθυσθεὶς νέκταρος 203 b, wie ἀκράτου τῆς ἐλευθερίας Rep. VIII, 562 d; ἀνθοσμίου μεθύσκεσθαι, Luc. Ep. Saturn. 22; dazu äol. inf. μεθύσθην für μεθυσθῆναι, Alcaeus bei Ath. X, 430 c; μεμεθυσμένος, M. Arg. 17 (XI, 26); Hedyl. bei Ath. IV, 176 d.

Greek (Liddell-Scott)

μεθύσκω: μέλλ. ύσω [ῠ], Ἑβδ.· ἀόρ. α΄ ἐμέθῠσα, Ἐπικ. -υσσα Νόνν., ἀπαρ. μεθύσαι Ἄλεξ. ἔνθα κατωτ. - Παθ., μέλλ. μεθυσθήσομαι Λουκ. περὶ Πένθ. 13, Διογ. Λ. 7, 118· ἀόρ. ἐμεθύσθην Εὐρ., κτλ., Αἰολ. ἀπαρ. μεθύσθην Ἀλκαῖ. 35· πρκμ. μεμέθυσμαι Ἡδύλ. παρ’ Ἀθην. 176D· - πρβλ. ἐκ-, κατα-μεθύσκω. Μεταβ. τοῦ μεθύω, κάμνω τινὰ νὰ μεθυσθῇ, «μεθῶ» τινα, Διόνυσος οἶδε τὸ μεθύσαι μόνον Ἄλεξ. ἐν «Συντρ.» 2. μ. ἑαυτὴν οἴνῳ Λουκ. π. τῆς Συρ. Θεοῦ 22· μεταφ., πάνθ’ ὅσα δι’ ἡδονῆς μεθύσκοντα παράφρονας ποεῖ Πλάτ. Νόμ. 649D· τὴν αἴσθησιν Θόφρ. π. Ὀσμ. 46. 2) παρέχω εἴς τινα ποτόν, θηλὴ μεθύσκει με μητρῴη Βαβρ. 89. 9· βρέχω, ὑγραίνω, βωμούς, τέφρην Ἀνθ. Π. 6. 99., 11. 8. ΙΙ. Παθ. = μεθύω, κοινῶς «μεθῶ» καὶ «μεθάω», Ἡρόδ. 1. 133, κτλ.· οἴνῳ 1. 202· πίνων οὐ μεθύσκεται Ξεν. Κύρ. 1. 3, 11· - ἀόρ. ἐμεθύσθην, «ἐμέθυσα», ἅπαξ μεθυσθεὶς Εὐρ. Κύκλ. 167, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 1244· ἀνθρώπους οἵους μεθυσθέντας Δημ. 23. 16· μετὰ γεν., νέκταρος, μὲ νέκταρ, Πλάτ. Συμπ. 203Β· - μεταφ., ταῖς ἐξουσίαις Διον. Ἁλ. 4. 74· - ἐν Ἱππ. 678. 46, μὴ μεθυσκέτω, κεῖται ἐν τῷ μέσῳ ἀντὶ μεθυσκέσθω. - Περὶ τοῦ μεθύσκω καὶ μεθύω ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 42 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

f. μεθύσω, ao. ἐμέθυσα, pf. inus.
Pass. f. μεθυσθήσομαι, ao. ἐμεθύσθην, pf. μεμέθυσμαι ; au Moy. seul. prés. et impf.
enivrer, acc.;
Pass.-Moy. μεθύσκομαι (f. μεθυσθήσομαι, ao. ἐμεθύσθην, pf. μεμέθυσμαι);
1 s’enivrer;
2 p. ext. festiner, faire bonne chère, faire bombance.
Étymologie: μέθυ.

English (Strong)

a prolonged (transitive) form of μεθύω; to intoxicate: be drunk(-en).