μικρόψυχος: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a l’âme petite :<br /><b>1</b> pusillanime;<br /><b>2</b> envieux, jaloux;<br /><i>Cp.</i> μικροψυχότερος.<br />'''Étymologie:''' [[μικρός]], [[ψυχή]].
|btext=ος, ον :<br />qui a l’âme petite :<br /><b>1</b> pusillanime;<br /><b>2</b> envieux, jaloux;<br /><i>Cp.</i> μικροψυχότερος.<br />'''Étymologie:''' [[μικρός]], [[ψυχή]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ον (ΑΜ [[μικρόψυχος]], -ον)<br />[[μικροπρεπής]], [[ευτελής]], [[μηδαμινός]]<br />(νεοεελ.-μσν.) αυτός που στερείται ψυχικής δύναμης, [[δειλός]], [[λιπόψυχος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μικροψύχως</i> και <i>μικρόψυχα</i> (Α μικροψύχως)<br /><b>1.</b> άτολμα, [[δειλά]]<br /><b>2.</b> με μικρόψυχο τρόπο, στενόκαρδα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ψυχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[μεγαλό]]-<i>ψυχος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικρόψῡχος Medium diacritics: μικρόψυχος Low diacritics: μικρόψυχος Capitals: ΜΙΚΡΟΨΥΧΟΣ
Transliteration A: mikrópsychos Transliteration B: mikropsychos Transliteration C: mikropsychos Beta Code: mikro/yuxos

English (LSJ)

ον,

   A meanspirited, Isoc.4.172 (Comp.), D.18.269, Arist.EN1123b10. Adv.-χως Procop.Gaz.Ep.59.

German (Pape)

[Seite 185] von kleiner Seele, niedriger Gesinnung, kleinmüthig, nach Arist. Eth. 4, 3 ὁ ἐλαττόνων ἑαυτὸν ἀξιῶν ἢ ἄξιος. Bei Dem. 18, 269 Einer, der Andere immer an das erinnert, was er ihnen Gutes gethan dat; bei Isocr. 4, 172 steht μικροψυχότερος dem ἐῤῥωμενέστερος gegenüber; auch Sp., wie Luc. D. Mer. 13. – Auch adv., Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρόψῡχος: -ον, (ψυχὴ) ὁ ἔχων μικρὰν ψυχήν, μικρὸν καὶ ταπεινὸν φρόνημα, Ἰσοκρ. 76Β, Δημ. 316. 9, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικομ. 4. 3, 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a l’âme petite :
1 pusillanime;
2 envieux, jaloux;
Cp. μικροψυχότερος.
Étymologie: μικρός, ψυχή.

Greek Monolingual

-η, -ον (ΑΜ μικρόψυχος, -ον)
μικροπρεπής, ευτελής, μηδαμινός
(νεοεελ.-μσν.) αυτός που στερείται ψυχικής δύναμης, δειλός, λιπόψυχος.
επίρρ...
μικροψύχως και μικρόψυχα (Α μικροψύχως)
1. άτολμα, δειλά
2. με μικρόψυχο τρόπο, στενόκαρδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μεγαλό-ψυχος].