οἱονεί: Difference between revisions

From LSJ

ἐν εἴδει παροιμίας τίθεσθαι → to consider as an example

Source
(Bailly1_4)
(28)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>conj.</i><br />comme si, comme.<br />'''Étymologie:''' [[οἷον]], [[εἰ]].
|btext=<i>conj.</i><br />comme si, comme.<br />'''Étymologie:''' [[οἷον]], [[εἰ]].
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[οιονεί]] δ.γρφ. οἱονανεί, δωρ. τ. [[οἷον]] αἰ)<br />[[κατά]] κάποιο τρόπο, σαν να («ἀλλ' ἐοικυῑα οἱονεὶ [[ἔντερον]] [[εὖρος]] ἔχον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[οιονεί]] [[νομή]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[μορφή]] νομής που αποτελεί μερική [[φυσική]] εξουσίαση του πράγματος η οποία ασκείται με [[διάνοια]] δικαιούχου ενεχείρου ή δουλείας, σε [[αντιδιαστολή]] με την καθολική [[νομή]] ή, [[απλώς]], [[νομή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἷον]], ουδ. της αντων. [[οἷος]] <span style="color: red;">+</span> υποθετικό <i>εἰ</i> (δωρ. [[οἷον]] αἰ</i>). Ο τ. <i>οἱονανεί</i> <span style="color: red;"><</span> [[οἷον]] <span style="color: red;">+</span> <i>ἄν</i> <span style="color: red;">+</span> <i>εἰ</i>].
}}
}}

Revision as of 12:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἱονεί Medium diacritics: οἱονεί Low diacritics: οιονεί Capitals: ΟΙΟΝΕΙ
Transliteration A: hoioneí Transliteration B: hoionei Transliteration C: oionei Beta Code: oi(onei/

English (LSJ)

for οἷον εἰ,

   A as if, Antiph.231.6, Men.Georg.58, Arist.HA 495b25, Pr.923b33 ; = οἷον (οἷος v. 2 d), Arist. de An.430b13 ; Dor. οἷον αἰ Epich.155 ; so οἱονπερεί (q. v.) ; οἱονανεί, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

οἱονεί: ἀντὶ οἷον εἰ, ὡς εἰ, ὡσεί, Λατ. quasi, tanquam si, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 10. 6, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 17, Προβλ. 20. 10· Δωρ. οἷον αἱ, Näke εἰς Χοιρίλ. σ. 146· οὕτως, οἱονπερεὶ Πλάτ. Θεαίτ. 201Ε· - πρβλ. ὡσπερανεί.

French (Bailly abrégé)

conj.
comme si, comme.
Étymologie: οἷον, εἰ.

Greek Monolingual

οιονεί δ.γρφ. οἱονανεί, δωρ. τ. οἷον αἰ)
κατά κάποιο τρόπο, σαν να («ἀλλ' ἐοικυῑα οἱονεὶ ἔντερον εὖρος ἔχον», Αριστοτ.)
νεοελλ.
φρ. «οιονεί νομή»
(νομ.) μορφή νομής που αποτελεί μερική φυσική εξουσίαση του πράγματος η οποία ασκείται με διάνοια δικαιούχου ενεχείρου ή δουλείας, σε αντιδιαστολή με την καθολική νομή ή, απλώς, νομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἷον, ουδ. της αντων. οἷος + υποθετικό εἰ (δωρ. οἷον αἰ). Ο τ. οἱονανεί < οἷον + ἄν + εἰ].