ὀφθαλμοφανής: Difference between revisions
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
(Bailly1_4) |
(30) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui se montre aux yeux, visible.<br />'''Étymologie:''' [[ὀφθαλμός]], [[φαίνω]]. | |btext=ής, ές :<br />qui se montre aux yeux, visible.<br />'''Étymologie:''' [[ὀφθαλμός]], [[φαίνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (Α [[ὀφθαλμοφανής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[αισθητός]] με τους οφθαλμούς, [[ορατός]]<br /><b>2.</b> [[καταφανής]], [[ολοφάνερος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οφθαλμοφανώς</i> (ΑΜ ὀφθαλμοφανῶς)<br />με οφθαλμοφανή τρόπο, καταφανώς, ολοφάνερα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />σαν να ήταν [[κάτι]] ορατό στην [[πραγματικότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />με τα [[ίδια]] τα μάτια κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀφθαλμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]] / [[φαίνομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>νυκτι</i>-<i>φανής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A apparent to the eye, visible, Arist.Fr.208; ἀργύριον ὀ. ἐναντίον . . μαρτύρων PHib.1.89.8 (iii B. C.); obvious, Str.2.1.18; ἔργον Aristox.Harm. p.41 M. Adv. -νῶς LXXEs.8.13, Ph.1.614, S.E.M.9.39, Cleom.2.6.
German (Pape)
[Seite 426] ές, augenscheinlich, Strab. u. Sp., auch im adv., S. Emp. adv. phys. 1, 39.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφθαλμοφᾰνής: -ές, ὁ φανερὸς εἰς τοὺς ὀφθαλμούς, ὁρατός, Ἀριστ. Ἀποσπ. 202, Στράβ. 75. Ἐπίρρ. -νως, Ἐβδ. (Ἐσθὴρ Θ΄, 13).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui se montre aux yeux, visible.
Étymologie: ὀφθαλμός, φαίνω.
Greek Monolingual
-ές (Α ὀφθαλμοφανής, -ές)
1. αυτός που γίνεται αισθητός με τους οφθαλμούς, ορατός
2. καταφανής, ολοφάνερος.
επίρρ...
οφθαλμοφανώς (ΑΜ ὀφθαλμοφανῶς)
με οφθαλμοφανή τρόπο, καταφανώς, ολοφάνερα
μσν.-αρχ.
σαν να ήταν κάτι ορατό στην πραγματικότητα
αρχ.
με τα ίδια τα μάτια κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. νυκτι-φανής].