παππῷος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(Bailly1_4)
(30)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui concerne le grand père, d’aïeul <i>ou</i> d’aïeux.<br />'''Étymologie:''' [[πάππος]].
|btext=α, ον :<br />qui concerne le grand père, d’aïeul <i>ou</i> d’aïeux.<br />'''Étymologie:''' [[πάππος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ῴα, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε παππού («παππῷον [[ὄνομα]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἔρανος]] [[παππῷος]]» — [[συνεισφορά]] που ορίστηκε από τους πάππους, από τους προγόνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάππος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ῷος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μητρ</i>-<i>ώος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παππῷος Medium diacritics: παππῷος Low diacritics: παππώος Capitals: ΠΑΠΠΩΟΣ
Transliteration A: pappō̂ios Transliteration B: pappōos Transliteration C: pappoos Beta Code: pappw=|os

English (LSJ)

α, ον,

   A = παππικός, βίος Ar.Av.1452; ὄνομα Pl.La.179a, etc.; ἔρανος ὁ λεγόμενος π. the socalled ancestral fund, i. e. the fund contributed by your grandfathers, Ar.Lys.653; τὰν π. προξενίαν Schwyzer 334.6 (Delph., ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 466] = παππικός; βίος, Ar. Av. 1452; Lys. 653; ὄνομα, Plat. Lach. 179 a; Is. 3, 50; δόξα, Dem. 10, 73 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

παππῷος: -α, -ον, = παππικός, βίος Ἀριστοφ. Ὄρν. 1452· ὄνομα Πλάτ. Λάχ. 179Α, κτλ.· π. ἔρανος, ἡ συνεισφορά, ἣν ὥρισαν οἱ πάπποι ἡμῶν, Ἀριστοφ. Λυσ. 653, ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὸ γεγονὸς τὸ μνημονευόμενον παρὰ Θουκ. 1. 96.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne le grand père, d’aïeul ou d’aïeux.
Étymologie: πάππος.

Greek Monolingual

-ῴα, -ον, Α
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε παππού («παππῷον ὄνομα», Πλάτ.)
2. φρ. «ἔρανος παππῷος» — συνεισφορά που ορίστηκε από τους πάππους, από τους προγόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάππος + κατάλ. -ῷος (πρβλ. μητρ-ώος)].