φιλαίτιος: Difference between revisions
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
(Bailly1_5) |
(45) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui aime à faire des reproches, querelleur, chicaneur ; τὸ φιλαίτιον PLUT manie de faire des reproches, esprit de chicane;<br /><b>2</b> sujet aux reproches, au blâme.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[αἰτία]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui aime à faire des reproches, querelleur, chicaneur ; τὸ φιλαίτιον PLUT manie de faire des reproches, esprit de chicane;<br /><b>2</b> sujet aux reproches, au blâme.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[αἰτία]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσει να κατηγορεί, [[φιλοκατήγορος]] («πονηρὸν ὁ [[συκοφάντης]] καὶ... βάσκανον καὶ φιλαίτιον», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που υπόκειται σε [[κατηγορία]], [[κατηγορούμενος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλαίτιον</i><br />το να αρέσκεται [[κανείς]] στο να κατηγορεί, η [[ιδιότητα]] του φιλοκατήγορου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φιλαιτίως</i> ΜΑ<br />με [[διάθεση]] ή με [[πρόθεση]] για [[κατηγορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αἴτιος]] «[[υπεύθυνος]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A fond of bringing accusations, fault-finding, censorious, A.Supp.485, PAmh.2.65.22 (ii A. D.); distd. from φιλεπιτιμητής by Isoc.1.31; πονηρὸν ὁ συκοφάντης . . καὶ φιλαίτιον D.18.242; opp. εὐγνώμων, X.Mem.2.8.6; τῷ φ. τῆς ὐμελείας πέρι θεῶν fond of bringing charges of neglect in their case, Pl.Lg.903a; τὸ φ. censoriousness, Plu.Sol.25, cf. 2.813a. Adv. -ίως Str.2.1.41, Poll.3.139. II liable to censure, D.10.70.
German (Pape)
[Seite 1274] gern Vorwürfe machend, gern tadelnd, klagend, tadelsüchtig; λεώς Aesch. Suppl. 480; Plat. Legg. X, 903 a; Xen. im Ggstz von εὐγνώμων, Mem. 2, 8,6; Isocr. 1, 30 von φιλεπιτιμητής unterschieden. – Bei Dem. 10, 70 neben σφαλερός, der Anklage ausgesetzt.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλαίτιος: -ον, ὁ φιλῶν νὰ αἰτιᾶται, φιλόψογος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 485· διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ φιλεπιτιμητὴς ὑπὸ Ἰσοκρ. 98Α· πονηρὸν ὁ συκοφάντης... καὶ φιλαίτιον Δημ. 307. 24· ἀντίθετον τῷ εὐγνώμων, Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 6· τῷ φ. τῆς ἀμελείας περὶ θεῶν, εἰς τὸν ἀγαπῶντα νὰ φέρῃ κατηγορίας, Πλάτ. Νόμ. 903Α· ― τὸ φιλαίτιον Πλουτ. Σόλων 25, πρβλ. 2. 813Α. Ἐπίρρ. -ίως, Στράβ. 93, Πολυδ. Γ΄, 139. ΙΙ. ὁ ὑποκείμενος εἰς κατηγορίαν, Δημ. 150. 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui aime à faire des reproches, querelleur, chicaneur ; τὸ φιλαίτιον PLUT manie de faire des reproches, esprit de chicane;
2 sujet aux reproches, au blâme.
Étymologie: φίλος, αἰτία.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που του αρέσει να κατηγορεί, φιλοκατήγορος («πονηρὸν ὁ συκοφάντης καὶ... βάσκανον καὶ φιλαίτιον», Δημοσθ.)
2. αυτός που υπόκειται σε κατηγορία, κατηγορούμενος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλαίτιον
το να αρέσκεται κανείς στο να κατηγορεί, η ιδιότητα του φιλοκατήγορου.
επίρρ...
φιλαιτίως ΜΑ
με διάθεση ή με πρόθεση για κατηγορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + αἴτιος «υπεύθυνος»].