σωματικός: Difference between revisions

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
(Bailly1_5)
(strοng)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le corps, corporel.<br />'''Étymologie:''' [[σῶμα]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le corps, corporel.<br />'''Étymologie:''' [[σῶμα]].
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[σῶμα]]; [[corporeal]] or [[physical]]: [[bodily]].
}}
}}

Revision as of 17:52, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωμᾰτικός Medium diacritics: σωματικός Low diacritics: σωματικός Capitals: ΣΩΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: sōmatikós Transliteration B: sōmatikos Transliteration C: somatikos Beta Code: swmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for the body, bodily, opp. ψυχικός, ἔργα Arist.EN1101b33; πάθη ib. 1173b9; ἡδοναί ib.1104b5; τὰ σ. ἡδέα ib.1152a5; πόνοι SIG708.11 (Istropolis, ii B.C.); ἐργασίαι PFay.21.10 (ii A.D.); ἀσθένεια BGU 1773.13 (i B.C.), PFlor.51.5 (ii A.D.).    2 bodily, corporeal, opp. ἀσώματος, Arist. de An.404b31, cf. Metaph.987a4, Ph.214a12, Ti. Locr.96a; σ. ἐποίησαν τὰ δώδεκα ζῴδια κατὰ τὰ μέλη τοῦ ἀνθρώπου gave somatic application (cf. μελοθεσία 1.1) to . ., Rhetor.in Cat. Cod.Astr.1.143: Comp. -ώτερος Thphr.CP1.14.3: Sup. σωμᾰτ-ώτατος Id.Sens.37. Adv. -κῶς corporeally, Ph.1.484, Ep.Col.2.9, Plu.2.424e; ἀργυρικῶς ἢ σ. κολασθήσεται OGI664.17 (Egypt, iii A.D.): Astrol. -κῶς, opp. 'in aspect', Ptol.Tetr.52, 132, 147: Comp. -ώτερον S.E.P.1.7.    3 forming a corpus, αἱ σποράδην καὶ οὐ σ. ζητήσεις D.L.7.198.

German (Pape)

[Seite 1060] leiblich, körperlich, zum Körper gehörig; οὐσία, Plat. Tim. Locr. 96 a; πάθη, Arist. eth. 10, 3, 6; ῥώμη, δύναμις, Pol. 6, 5, 7. 8, 12, 9 u. öfter. – Adv., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

σωμᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ σῶμα, Λατ. corporeus ἀντίθετον τῷ ψυχικός, ἔργα Ἀριστ. Ἡθικ. Νικ. 1. 12. 6· πάθη αὐτόθι 10. 3, 6· ἡδοναὶ αὐτόθι 2. 3, 1· τὰ σωματικὰ αὐτόθ. 7. 9, 5. 2) σωματικός, ὑλικός, ἀντίθετον τῷ ἀσώματος, Τίμ. Λοκρ. 96Α, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 5, 14, Φυσ. 4. 7, 3, κ. ἀλλ. -Συγκρ. -ώτερος Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 14, 3· ὑπερθετ. -ώτατος ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 1. 37. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐπιστ. πρ. Κολοσσ. β΄, 9, Πλούτ. 2. 424D· συγκρ. -ώτερον, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 7.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne le corps, corporel.
Étymologie: σῶμα.

English (Strong)

from σῶμα; corporeal or physical: bodily.