πρεσβευτής: Difference between revisions

From LSJ

Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt

Menander, Monostichoi, 116
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />envoyé, député, ambassadeur.<br />'''Étymologie:''' [[πρεσβεύω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />envoyé, député, ambassadeur.<br />'''Étymologie:''' [[πρεσβεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, και κρητ. τ. [[πρεγγευτάς]] και πρεγγευτής και [[πρειγευτάς]] και πρειγευτής και πρεισγευτάς και [[πρεσγευτάς]], θηλ. [[πρεσβεύτειρα]], Α<br />[[πρόσωπο]] που αναλαμβάνει το [[καθήκον]] να εκπροσωπήσει ένα [[κράτος]] σε [[άλλο]] [[κράτος]], να διεξάγει διαπραγματεύσεις και να μεταφέρει μηνύματα, ο [[πρέσβης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πράκτορας]] ή [[επίτροπος]]<br /><b>2.</b> [[μεσίτης]]<br /><b>3.</b> [[στρατιωτικός]] [[αξιωματούχος]], ύπαρχος, [[αντιστράτηγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρεσβεύω]] (για τους διαλεκτικούς τ. <b>βλ.</b> [[πρέσβυς]])].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρεσβευτής Medium diacritics: πρεσβευτής Low diacritics: πρεσβευτής Capitals: ΠΡΕΣΒΕΥΤΗΣ
Transliteration A: presbeutḗs Transliteration B: presbeutēs Transliteration C: presveftis Beta Code: presbeuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A ambassador, IG12.22.27, Th.5.4, Pl.Lg.941a, POxy.933.31 (ii A. D.), etc.: pl. πρεσβευταί is at first less freq., later more freq., than πρέσβεις, πρεσβευτὰς πάντας ὑμᾶς ἡμεῖς οἱ πρέσβεις ποιοῦμεν And.3.41, cf. Th.8.77 (interpol.), IG22.858.6 (iii B. C.), 1224.26 (ii B. C.), Alciphr.2.2.    II agent or commissioner, ὑπέρ τινος D.45.64.    2 = Lat. legatus, staff officer, etc., Plb.35.4.5, Plu.Mar.7, etc.; π. καὶ ἀντιστράτηγος, = legatus pro praetore, IG 14.1121, etc.

German (Pape)

[Seite 698] ὁ, im plur. gew. οἱ πρέσβεις (s. unt. πρέσβυς), Gesandter; Thuc. 5, 4. 8, 5; Dem. u. Folgde; doch auch im plur. οἱ πρεσβευταί, Thuc. 8, 77.

Greek (Liddell-Scott)

πρεσβευτής: -οῦ, ὁ (πρεσβεύω) ὡς καὶ νῦν, ἀπεσταλμένος πόλεως ἢ βασιλέως, Θουκ. 5. 4, Πλάτ., κλπ.· ὁ συνήθης πληθ. εἶναι πρέσβεις (ἴδε πρέσβυς ΙΙ), ἂν καὶ ἀπαντᾷ καὶ πρεσβευταὶ οἷον ἐν Θουκ. 8. 77, Ἀνδοκ. 28. 36· πρεσβευτὰς Ἀλκίφρων 2. 2· ― θηλ. πρεσβεύτειρα, ἡ, ἀπεσταλμένη, Ὀππ. Κ. 1. 464· πρβλ. πρεῖγυς. ΙΙ. πράκτωρ ἢ ἐπίτροπός τινος, ὑπέρ τούτου πρεσβευτὴς δηλ. Φορμίωνος τοῦ τραπεζίτου, Δημ. 1121. 1. 2) = τῷ λατ. legatus, ὕπαρχος, ἀντιστράτηγος, Πολύβ. 35. 4, 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 353. 32., 1076, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
envoyé, député, ambassadeur.
Étymologie: πρεσβεύω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και κρητ. τ. πρεγγευτάς και πρεγγευτής και πρειγευτάς και πρειγευτής και πρεισγευτάς και πρεσγευτάς, θηλ. πρεσβεύτειρα, Α
πρόσωπο που αναλαμβάνει το καθήκον να εκπροσωπήσει ένα κράτος σε άλλο κράτος, να διεξάγει διαπραγματεύσεις και να μεταφέρει μηνύματα, ο πρέσβης
αρχ.
1. πράκτορας ή επίτροπος
2. μεσίτης
3. στρατιωτικός αξιωματούχος, ύπαρχος, αντιστράτηγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρεσβεύω (για τους διαλεκτικούς τ. βλ. πρέσβυς)].