προσερείδω: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> appuyer contre : Ὠκεανῷ προσερείδειν Μακεδονίαν PLUT appuyer la Macédoine contre l’Océan, <i>càd</i> lui faire une barrière <i>ou</i> une limite de l’Océan;<br /><b>2</b> pousser violemment (une arme) : [[πρός]] [[τι]] <i>ou</i> τινί contre qch (un bouclier, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐρείδω]].
|btext=<b>1</b> appuyer contre : Ὠκεανῷ προσερείδειν Μακεδονίαν PLUT appuyer la Macédoine contre l’Océan, <i>càd</i> lui faire une barrière <i>ou</i> une limite de l’Océan;<br /><b>2</b> pousser violemment (une arme) : [[πρός]] [[τι]] <i>ou</i> τινί contre qch (un bouclier, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐρείδω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[ακουμπώ]], [[στηρίζω]] [[κάτι]] [[επάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] («προσήρεισαν τὰς κλίμακας ἀσφαλῶς» <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σπρώχνω]] με [[ορμή]] [[κάτι]], [[μπήγω]] [[κάτι]] («τὰς λόγχας προσερείσαντες ἐξεκέντησαν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> στερεώνομαι, εφαρμόζομαι [[στερεά]] («πρὸ τοῡ γε τὴν ἐπιδορατίδα [[πρός]] τι προσερεῑσαι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αποκλείω]], [[πολιορκώ]] («παντὶ τῷ στρατεύματι πρὸς αὐτὸν Ἀκράγαντα προσήρεισαν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[προσηλώνω]] («τὸ [[βλέμμα]] τῇ γῇ προσερείσασα», Ηλιόδ.)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> εκτείνομαι, έχω ως όρια («ὠκεανῷ προσερεῑσαι Μακεδονίαν», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐρείδω]] «[[στηρίζω]], [[προσαρμόζω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσερείδω Medium diacritics: προσερείδω Low diacritics: προσερείδω Capitals: ΠΡΟΣΕΡΕΙΔΩ
Transliteration A: prosereídō Transliteration B: prosereidō Transliteration C: prosereido Beta Code: proserei/dw

English (LSJ)

pf.

   A προσήρεικα Plb.1.11.10, προσερήρεικα Plu.Aem. 19: pf. part. Pass. προσερηρεισμένος Hp.Art.78, Arist.Mech.853a35: —plant or set firmly against, κλίμακας τείχει Plb.4.19.3, cf. 5.60.8, Plu.Arat.7; πηλὸν τοίχοις Id.2.983b; ἡ φύσις τὸ ἰσχίον εἰς μέσον προσήρεισεν fixed it firmly, Arist.PA695a11; Ὠκεανῷ π. Μακεδονίαν make it bounded by the O., Plu.2.332a; τὸ βλέμμα π. τινί Hld.1.21:—Pass., of a bandage, Gal.14.793.    2 thrust violently against, τὰς λόγχας πρός τι Plb.15.33.4; τὰς σαρίσσας τοῖς θυρεοῖς Plu.Aem. 19; τῷ τόπῳ ξύλον POxy.69.3 (ii A.D.); give additional force, Ascl. Tact.7.4.    II Med., lean upon, τοῖς γόνασι τὴν κεφαλήν J.AJ8.13.6.    III intr., fix itself, πρὸ τοῦ τὴν ἐπιδορατίδα πρός τι προσερεῖσαι Plb.6.25.5; press against, Ph.Bel.67.31; π. ταῖς χερσὶ πρὸς τὰ νῶτά τινος Plb.13.7.10; besiege, παντὶ τῷ στρατεύματι πρὸς Ακράγαντα Id.1.17.8, cf. 1.11.10.

German (Pape)

[Seite 762] dagegen anstämmen, anlehnen, τινί τι, z. B. κλίμακας τείχει, Pol. 4, 19, 3, u. öfter; mit Gewalt, Heftigkeit wogegen stoßen, δόρατα, λόγχας u. dgl., 15, 33, 4. 6, 25, 5; auch intrans., παντὶ τῷ στρατεύματι πρὸς τὴν πόλιν προσήρεισαν, 1, 17, 8; πανταχόθεν προσηρεικότες, 1, 10, 11; προσερηρεικώς u. προσερηρεισμένος, Plut. Aem. Paul. 19 Philop. 12.

Greek (Liddell-Scott)

προσερείδω: μέλλ. -σω, μετοχ. παθ. πρκμ. προσερηρεισμένος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 838, Ἀριστ. Μηχαν. 18, 1. Ἐρείδω, στηρίζω τι ἐπί τινος, ἀκκουμβῶ τι ἐπάνω εἴς τι, κλίμακας τείχει Πολύβ. 4. 19, 3, πρβλ. 5. 60, 8, Πλουτ. Ἄρατ. 7· πρ. τινὰ ταῖς χερσὶ πρὸς τὰ νῶτά τινος Πολύβ. 13. 7, 10· ἡ φύσις τὸ ἰσχίον εἰς μέσον προσήρεισεν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 32· Ὠκεανῷ προσερεῖσαι Μακεδονίαν, καταστῆσαι αὐτὴν οὕτω μεγάλην ὥστε νὰ ἔχῃ ὅρια τὸν Ὠκεανόν, Πλούτ. 2. 322Α· τὸ βλέμμα πρ. τινὶ Ἡλιόδ. 1. 21. 2) ὠθῶ μεθ’ ὁρμῆς κατά τινος, τὰ δόρατα, τὰς λόγχας πρός τι Πολύβ. 15. 33, 4., 6. 25, 5· τὰς σαρίσσας τοῖς θυρεοῖς Πλουτ. Αἰμίλ. 19. ΙΙ. ἀμετάβ., στηρίζομαι, ἀκκουμβῶ πρός τι, ὁ αὐτ. 2. 983Β· ― πιέζω, στενοχωρῶ, πολιορκῶ, παντὶ τῷ στρατεύματι πρὸς Ἀκράγαντα Πολύβ. 1. 17, 8, πρβλ. 1. 11, 10.

French (Bailly abrégé)

1 appuyer contre : Ὠκεανῷ προσερείδειν Μακεδονίαν PLUT appuyer la Macédoine contre l’Océan, càd lui faire une barrière ou une limite de l’Océan;
2 pousser violemment (une arme) : πρός τι ou τινί contre qch (un bouclier, etc.).
Étymologie: πρός, ἐρείδω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
ακουμπώ, στηρίζω κάτι επάνω σε κάτι άλλο («προσήρεισαν τὰς κλίμακας ἀσφαλῶς» Πλούτ.)
μσν.-αρχ.
1. σπρώχνω με ορμή κάτι, μπήγω κάτι («τὰς λόγχας προσερείσαντες ἐξεκέντησαν», Πολ.)
2. στερεώνομαι, εφαρμόζομαι στερεά («πρὸ τοῡ γε τὴν ἐπιδορατίδα πρός τι προσερεῑσαι», Πολ.)
3. αποκλείω, πολιορκώ («παντὶ τῷ στρατεύματι πρὸς αὐτὸν Ἀκράγαντα προσήρεισαν», Πολ.)
4. μτφ. προσηλώνω («τὸ βλέμμα τῇ γῇ προσερείσασα», Ηλιόδ.)
5. μτφ. εκτείνομαι, έχω ως όρια («ὠκεανῷ προσερεῑσαι Μακεδονίαν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐρείδω «στηρίζω, προσαρμόζω»].