σάρων: Difference between revisions

From LSJ

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source
(Bailly1_4)
(36)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> = [[λάγνος]];<br /><b>2</b> τινὲς δὲ τὸ [[γυναικεῖον]], Hsch.<br />'''Étymologie:''' DELG apparenté à [[σάραβος]], [[σέσηρα]].
|btext=<b>1</b> = [[λάγνος]];<br /><b>2</b> τινὲς δὲ τὸ [[γυναικεῖον]], Hsch.<br />'''Étymologie:''' DELG apparenté à [[σάραβος]], [[σέσηρα]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[λάγνος]], τινὲς δὲ τὸ γυναικεῑον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ., όπως και ο παρλλ. τ. [[σάραβος]]. Πολλοί έχουν συνδέσει τους τ. με το ρ. [[σαίρω]] (Ι) «[[χάσκω]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[σαρωνίς]])].
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάρων Medium diacritics: σάρων Low diacritics: σάρων Capitals: ΣΑΡΩΝ
Transliteration A: sárōn Transliteration B: sarōn Transliteration C: saron Beta Code: sa/rwn

English (LSJ)

λάγνος, τινὲς δὲ τὸ γυναικεῖον, Hsch. σαρῶνες· τὰ τῶν θηρατῶν λινά, Id. (cf. σαρδών). σαρωνίζω,= διασαρωνίζω, Id. (σαρκ- cod.).

German (Pape)

[Seite 864] ὁ, nach Einigen geil, nach Andern die weibliche Schaam, Hesych., wahrscheinlich von σαίρω.

Greek (Liddell-Scott)

σάρων: -ωνος, ὁ, αἰσχρὸς ἄνθρωπος, λάγνος· ὡσαύτως τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

1 = λάγνος;
2 τινὲς δὲ τὸ γυναικεῖον, Hsch.
Étymologie: DELG apparenté à σάραβος, σέσηρα.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «λάγνος, τινὲς δὲ τὸ γυναικεῑον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., όπως και ο παρλλ. τ. σάραβος. Πολλοί έχουν συνδέσει τους τ. με το ρ. σαίρω (Ι) «χάσκω» (βλ. και λ. σαρωνίς)].