σίμβλος: Difference between revisions
(Bailly1_4) |
(37) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> ruche;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> lieu d’approvisionnement ; provision, abondance.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> ruche;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> lieu d’approvisionnement ; provision, abondance.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, και [[σίμβλον]], τὸ, Α<br /><b>1.</b> η [[κυψέλη]], το [[κοφίνι]] του μελισσιού (α. «ἐπηρεφέας κατὰ σίμβλους», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «διὸ καὶ εἰς σίμβλου [[τότε]] ἐξαιρετέον τὸν [[κηρόν]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[σίμβλος]] χρημάτων»<br /><b>μτφ.</b> χρηματικά αποθέματα, [[κομπόδεμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], η λ. [[σίμβλος]] ανήκει στο προελλ. γλωσσικό [[υπόστρωμα]] και αποτελεί πιθ. πελασγικό τ.]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A beehive, Hes.Th.598, Arist.HA627a6, Theoc.19.2, A.R.2.132. 2 metaph., any store or hoard, σ. χρημάτων Ar. V.241:—later σίμβλ-ον, τό, pl. σίμβλα, Opp.C.1.128, Alciphr.3.23 (v.l. -ους).
German (Pape)
[Seite 882] ὁ, 1) Bienenstock, Bienenkorb; Hes. Th. 598; vgl. Schol. zu Ar. a. r. O.; Arist. H. A. 9, 40; Ap. Rh. 2, 132; Opp. Cyn. 4, 271; Strat. 88 (XII, 249) u. A. (Von den Alten Schol. Theocr. 7, 80, als Zusammenziehung au, σιμόβολον detrachtet, vgl. σιμός; richtiger wohl von μέλι, βλίττω). – 2) übertr., Vorrathskammer, Speicher, χρημάτων, Ar. Vesp. 241.
Greek (Liddell-Scott)
σίμβλος: ὁ, κυψέλη μελισσῶν, «κρηνίον», Ἡσ. Θ. 598, Θεόκρ. 19. 2, Ἁπολλ. Ρόδ. Β. 132, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 49. 2) μεταφορ., ταμεῖον, ἀποθήκη, σ. χρημάτων Ἀριστοφ. Σφ. 241· πρβλ. Λατ. favissae ἀντὶ thesaurus· ― μεταγεν. σίμβλον, τό, Εὐμάθ. 237, 381· πληθ. σίμβλα, Ὀππ. Κυν. 1. 128, Ἀλκίφρ. 3. 23, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 ruche;
2 p. ext. lieu d’approvisionnement ; provision, abondance.
Étymologie: DELG étym. obscure.
Greek Monolingual
ὁ, και σίμβλον, τὸ, Α
1. η κυψέλη, το κοφίνι του μελισσιού (α. «ἐπηρεφέας κατὰ σίμβλους», Ησίοδ.
β. «διὸ καὶ εἰς σίμβλου τότε ἐξαιρετέον τὸν κηρόν», Αριστοτ.)
2. φρ. «σίμβλος χρημάτων»
μτφ. χρηματικά αποθέματα, κομπόδεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. σίμβλος ανήκει στο προελλ. γλωσσικό υπόστρωμα και αποτελεί πιθ. πελασγικό τ.].