σπονδεῖος: Difference between revisions
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
(Bailly1_4) |
(38) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />qui concerne les libations ; [[σπονδεῖος]] [[πούς]] <i>ou subst.</i> ὁ [[σπονδεῖος]] spondée, <i>pied de deux syllabes longues, rythme lent en usage dans les chants de libations</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σπονδή]]. | |btext=α, ον :<br />qui concerne les libations ; [[σπονδεῖος]] [[πούς]] <i>ou subst.</i> ὁ [[σπονδεῖος]] spondée, <i>pied de deux syllabes longues, rythme lent en usage dans les chants de libations</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σπονδή]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο / σπονδεῑος, -εία, -ον, ΝΜΑ<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[σπονδείος]]<br />(ενν. [[πους]]) [[μετρικός]] [[πους]] που αποτελείται από δύο μακρές συλλαβές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που χρησιμοποιείται [[κατά]] την [[σπονδή]] («οἱ τῶν σπονδείων αύλημάτων ἀκροώμενοι», Δίον.)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ σπονδεῑος</i><br />(ενν. [[νόμος]]) η [[μουσική]] που ακουγόταν [[συνήθως]] στις σπονδές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπονδή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἰαμβ</i>-<i>εῖος</i>, <i>ἐλεγ</i>-<i>εῖος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:31, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον,
A used at a libation, αὔλημα, μέλος, D.H.Dem.22, Poll.4.79, etc.; ὁ σ. (sc. νόμος) a piece of music used at libations, Plu.2.11 35a. II σπονδεῖος (sc. πούς), ὁ, in metre, spondee, foot consisting of two long syllables used in melodies accompanying σπονδαί, D.H.Comp.17, Heph.3.1, etc. 2 metaph. of the pulse διὰ ἴσου, Ruf.Syn.Puls.4.
German (Pape)
[Seite 923] zur σπονδή, zur Opferspende od. zum Opfertranke gehörig; Ζεὺς σπ., der Aufseher über die σπονδαί; μέλος, αὔλημα, Sext. Emp. adv. mus. 8 u. Poll. 4, 73. 79, die bei Libationen übliche Musik; πούς, der aus zwei langen Sylben bestehende Versfuß, weil man bei Libationen eine feierliche, langsame Melodie liebte, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
σπονδεῖος: -α, -ον, ὁ ἐν χρήσει κατὰ τὴν σπονδήν, αὔλημα, μέλος Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 22, Πολυδ. Δ΄, 79, κτλ. ΙΙ. σπονδεῖος (ἐξυπακ. πούς), ὁ, ἐν τῇ μετρικῇ, ποὺς συνιστάμενος ἐκ δύο μακρῶν συλλαβῶν, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 17. Πλούτ. 2. 1135Α, κτλ.· - ἐκλήθη δὲ οὕτως, ἐπειδὴ τοιοῦτο μέτρον ἥρμοζεν εἰς τὰς ἀργὰς καὶ σοβαρὰς μελῳδίας, ὧν χρῆσις ἐγίνετο ἐν ταῖς σπονδαῖς.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui concerne les libations ; σπονδεῖος πούς ou subst. ὁ σπονδεῖος spondée, pied de deux syllabes longues, rythme lent en usage dans les chants de libations.
Étymologie: σπονδή.
Greek Monolingual
ο / σπονδεῑος, -εία, -ον, ΝΜΑ
το αρσ. ως ουσ. ο σπονδείος
(ενν. πους) μετρικός πους που αποτελείται από δύο μακρές συλλαβές
αρχ.
1. αυτός που χρησιμοποιείται κατά την σπονδή («οἱ τῶν σπονδείων αύλημάτων ἀκροώμενοι», Δίον.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σπονδεῑος
(ενν. νόμος) η μουσική που ακουγόταν συνήθως στις σπονδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπονδή + κατάλ. -εῖος (πρβλ. ἰαμβ-εῖος, ἐλεγ-εῖος)].