σκυτοτομεῖον: Difference between revisions

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
(Bailly1_4)
(37)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />atelier <i>ou</i> boutique de cordonnier.<br />'''Étymologie:''' [[σκυτοτόμος]].
|btext=ου (τό) :<br />atelier <i>ou</i> boutique de cordonnier.<br />'''Étymologie:''' [[σκυτοτόμος]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[σκυτοτόμιον]], τὸ, Α [[σκυτοτόμος]]<br />το [[εργαστήρι]] του σκυτοτόμου, [[υποδηματοποιείο]].
}}
}}

Revision as of 12:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῡτοτομεῖον Medium diacritics: σκυτοτομεῖον Low diacritics: σκυτοτομείον Capitals: ΣΚΥΤΟΤΟΜΕΙΟΝ
Transliteration A: skytotomeîon Transliteration B: skytotomeion Transliteration C: skytotomeion Beta Code: skutotomei=on

English (LSJ)

τό,

   A shoemaker's shop, Lys.24.20, Macho ap.Ath. 13.581d (v.l. -ιον).

German (Pape)

[Seite 909] τό, = σκυτοτόμιον, Lys. 24, 20.

Greek (Liddell-Scott)

σκῡτοτομεῖον: τό, τὸ ἐργαστήριον τοῦ σκυτοτόμου ἢ ὑποδηματοποιοῦ, Λυσ. 170. 9, Μάχων παρ’ Ἀθην. 581D (διάφορ. γραφ. -ιον).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
atelier ou boutique de cordonnier.
Étymologie: σκυτοτόμος.

Greek Monolingual

και σκυτοτόμιον, τὸ, Α σκυτοτόμος
το εργαστήρι του σκυτοτόμου, υποδηματοποιείο.