ὑπέρφρων: Difference between revisions
(Bailly1_5) |
(43) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ονος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> qui a des sentiments trop hauts, fier, orgueilleux ; <i>plur. neutre adv.</i> • ὑπέρφρονα SOPH avec orgueil;<br /><b>2</b> <i>en b. part</i> qui a des sentiments élevés, magnanime : [[ἐκ]] [[τοῦ]] ὑπέρφρονος THC par grandeur d’âme.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[φρήν]]. | |btext=ονος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> qui a des sentiments trop hauts, fier, orgueilleux ; <i>plur. neutre adv.</i> • ὑπέρφρονα SOPH avec orgueil;<br /><b>2</b> <i>en b. part</i> qui a des sentiments élevés, magnanime : [[ἐκ]] [[τοῦ]] ὑπέρφρονος THC par grandeur d’âme.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[φρήν]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> πολύ [[υπερήφανος]], [[αγέρωχος]] («τῶν φρονημάτων ὁ [[Ζεὺς]] κολαστὴς τῶν [[ἄγαν]] ὑπερφρόνων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γενναιόψυχος]], υψηλόφρονας·3. <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ υπέρφρον</i><br />[[γενναιοφροσύνη]]<br /><b>4.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ὑπέρφρονα</i><br />πολύ υπερήφανα, αλαζονικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>πρό</i>-<i>φρων</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (φρήν)
A haughty, arrogant, σῆμα, λόγοι, A.Th.387,410; φρονήματα E.Heracl.388: neut. pl. ὑπέρφρονα as Adv., S.Aj.1236. Regul. Adv. ὑπερφρόνως D.C.37.5,49 (this Adv. is censured by Poll.9.147). 2 in good sense, ἐκ τοῦ ὑπέρφρονος from a sense of superiority, Th.2.62, D.C.45.43.
German (Pape)
[Seite 1204] ονος, darüberhinaus denkend, im guten Sinne, hochsinnig, über alles Kleinliche erhaben, Thuc. 2, 62. – Gew. tadelnd, über-, hochmüthig, stolz; λόγοι Aesch. Spt. 392; ἔχει δ' ὑπέρφρον σῆμ' ἐπ' ἀσπίδος 369; Soph. Ai. 1215; φρονήματα Eur. Heracl. 389.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὑπερβαλλόντως ὑπερήφανος, ἀγέρωχος, ὑπεροπτικός, σῆμα, λόγοι Αἰσχύλ. Θήβ. 380, 410· φρονήματα Εὐρ. Ἡρακλ. 388· οὐδ. πληθ. ὑπέρφρονα ὡς ἐπίρρ., Σοφ. Αἴ. 1236. ― Ἐπίρρ. ὑπερφρόνως, Δίων Κ. 37. 5 καὶ 49. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἐκ τοῦ ὑπέρφρονος, ἐκ συναισθήσεως ὑπεροχῆς, Θουκ. 2. 62, Δίων Κ. 45. 43· - τὴν χρῆσιν ταύτην κατακρίνει ὁ Πολυδ. Θ΄, 147.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ, ἡ)
1 qui a des sentiments trop hauts, fier, orgueilleux ; plur. neutre adv. • ὑπέρφρονα SOPH avec orgueil;
2 en b. part qui a des sentiments élevés, magnanime : ἐκ τοῦ ὑπέρφρονος THC par grandeur d’âme.
Étymologie: ὑπέρ, φρήν.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. πολύ υπερήφανος, αγέρωχος («τῶν φρονημάτων ὁ Ζεὺς κολαστὴς τῶν ἄγαν ὑπερφρόνων», Ευρ.)
2. γενναιόψυχος, υψηλόφρονας·3. το ουδ. ως ουσ. τὸ υπέρφρον
γενναιοφροσύνη
4. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὑπέρφρονα
πολύ υπερήφανα, αλαζονικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. πρό-φρων].