φθόριος: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(Bailly1_5) |
(45) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />propre à détruire ; τὸ φθόριον ([[φάρμακον]]) drogue pour faire avorter.<br />'''Étymologie:''' [[φθορά]]. | |btext=ος, ον :<br />propre à détruire ; τὸ φθόριον ([[φάρμακον]]) drogue pour faire avorter.<br />'''Étymologie:''' [[φθορά]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, ΜΑ [[φθορά]] ή [[φθόρος]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φθόριον</i><br />φαρμακευτικό [[παρασκεύασμα]],χρήσιμο για τη [[διακοπή]] της κύησης, για [[έκτρωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για φαρμ.) αυτός που προκαλεί [[φθορά]], [[ιδίως]] [[έκτρωση]], [[βλαπτικός]]·2. <b>φρ.</b> «φθόριον [[ἕδνον]]» — [[ποσό]] που δινόταν στη [[νύφη]] ως [[αποζημίωση]] για την [[απώλεια]] της [[παρθενίας]] της <b>πάπ.</b>. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A destructive: esp. of means to produce abortion, πεσσός Hp.Jusj.; φ. ἐμβούων Dsc.5.67, cf. Sor.1.60: φθόρια, τά, = φθορεῖα, Dsc.2.164, Plu. 2.134f. II φθόριον ἕδνον sum given to a bride as compensation for loss of virginity, PSI9.1075.6 (v A. D.).
German (Pape)
[Seite 1273] ον, geschickt zum Verderben, Zerstören, bes. φάρμακον, Mittel die Leibesfrucht zu tödten und abzutreiben, Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φθόριος: -ον, καταστρεπτικός. ― Ἐπὶ τῶν πρὸς ἐξάμβλωσιν χρησίμων φαρμάκων, ὁμοίως δὲ οὐδὲ γυναικὶ πεσσὸν φθόριον δώσω Ἱππ. Ὅρκ.· φθόριος ἐμβρύων οἶνος Διοσκ. 5. 77, Πλούτ. 2. 134F.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
propre à détruire ; τὸ φθόριον (φάρμακον) drogue pour faire avorter.
Étymologie: φθορά.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ φθορά ή φθόρος
το ουδ. ως ουσ. τὸ φθόριον
φαρμακευτικό παρασκεύασμα,χρήσιμο για τη διακοπή της κύησης, για έκτρωση
αρχ.
1. (για φαρμ.) αυτός που προκαλεί φθορά, ιδίως έκτρωση, βλαπτικός·2. φρ. «φθόριον ἕδνον» — ποσό που δινόταν στη νύφη ως αποζημίωση για την απώλεια της παρθενίας της πάπ..