χωρητικός: Difference between revisions
From LSJ
Sophocles, Antigone, 523
(Bailly1_5) |
(47c) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />capable de contenir, gén..<br />'''Étymologie:''' [[χωρέω]]. | |btext=ή, όν :<br />capable de contenir, gén..<br />'''Étymologie:''' [[χωρέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[χωρητικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[χωρητός]]<br />ο [[ικανός]] να χωρέσει, να περιλάβει [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «χωρητική [[αντίσταση]]»<br /><b>(ηλεκτρολ.)</b> η [[αντίσταση]] που προβάλλει στη [[διέλευση]] ενός ημιτονοειδούς εναλλασσόμενου ρεύματος [[ένας]] [[πυκνωτής]] ή [[ένας]] [[οποιοσδήποτε]] [[αγωγός]] ορισμένης χωρητικότητας<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[δεκτικός]] επιδράσεων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χωρητικῶς</i> Α<br />με χωρητικό τρόπο, με [[δεκτικότητα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A able to contain, ὑγρότητος Sch.Ptol.19. 2 capable of, ἄνθρωπος ζῷον λογισμοῦ χ. Ael.NA2.11, cf. S.E.P.3.121. Adv. -κῶς Suid. s.v. χανδόν.
German (Pape)
[Seite 1387] fassend, in sich begreifend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χωρητικός: -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ χωρήσῃ, νὰ περιλάβῃ τι, δεκτικός, λογισμοῦ Αἰλ. περὶ Ζ. 2. 11, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 121. - Ἐπίρρ. -κῶς, Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
capable de contenir, gén..
Étymologie: χωρέω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / χωρητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ χωρητός
ο ικανός να χωρέσει, να περιλάβει κάτι
νεοελλ.
φρ. «χωρητική αντίσταση»
(ηλεκτρολ.) η αντίσταση που προβάλλει στη διέλευση ενός ημιτονοειδούς εναλλασσόμενου ρεύματος ένας πυκνωτής ή ένας οποιοσδήποτε αγωγός ορισμένης χωρητικότητας
αρχ.
ο δεκτικός επιδράσεων.
επίρρ...
χωρητικῶς Α
με χωρητικό τρόπο, με δεκτικότητα.