ὕβριστος: Difference between revisions
(Bailly1_5) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ὑβριστής]] <i>et</i> [[ὑβριστικός]];<br /><i>Cp.</i> ὑβριστότερος, <i>Sp.</i> ὑβριστότατος.<br />'''Étymologie:''' [[ὑβρίζω]]. | |btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ὑβριστής]] <i>et</i> [[ὑβριστικός]];<br /><i>Cp.</i> ὑβριστότερος, <i>Sp.</i> ὑβριστότατος.<br />'''Étymologie:''' [[ὑβρίζω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὕβριστος:''' -η, -ον ([[ὑβρίζω]]), [[αυθάδης]], [[αναιδής]], [[υβριστικός]], [[προσβλητικός]]· απ' όπου, συγκρ. <i>ὑβριστότερος</i>, σε Ηρόδ., Ξεν.· υπερθ. <i>ὑβριστότατος</i>, σε Αριστοφ., Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:16, 31 December 2018
English (LSJ)
η, ον,
A = ὑβριστικός, wanton, insolent, outrageous, ἔργον Pherecr.162; ὕ. χρῆμα (sc. ἡ γυνή) Pl.Com.98:—hence Comp. ὑβριστότερος Hdt.3.81 (v.l. ὑβριστικώτερος), X.Cyr.5.5.41, Pl.Lg. 641c: Sup. ὑβριστότατος Ar.V.1303, X.An.5.8.22, Mem.1.2.12, Pl. Lg.808d.—In AB368 (where Pherecr. and Pl.Com. are cited) we are told that ὕβριστος is of the same type as Superlatives like βέλτιστος, κάλλιστος, κράτιστος, etc.; in which case ὑβριστότερος, -ότατος would have to be regarded as doubled forms of comparison:— ὑβριστός oxyt. is cited in EM697.56.
Greek (Liddell-Scott)
ὕβριστος: -η, -ον, ὡς τὸ ὑβριστικός, θρασύς, αὐθάδης, προσβλητικός, ἀκόλαστος, ἔργον Φερεκράτ. ἐν Ἀδήλ. 23· ὕβρ. χρῆμα (ἐξυπακ. ἡ γυνὴ) Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Πεισάνδρῳ» 2· - ἐντεῦθεν τὸ συγκρ. ὑβριστότερος, Ἡροδ. 3. 81 (διάφ. γραφ. ὑβριστικώτερος), Ξεν. Κύρ. 5 5, 41, Πλάτ. Νόμ. 641C· ὑπερθ. ὑβριστότατος, Ἀριστοφ. Σφ. 1294, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 22, Ἀπομν. 1. 2, 12, Πλάτ. Νόμ. 808D. - Παρατηρητέον ὅτι οἱ παλαιοὶ γραμματικοὶ συμφώνως γράφουσι τὴν λέξιν προπαροξ. ὕβριστος (οὐχὶ ὡς ῥηματ. ἐπιθ. ὑβριστός)· καὶ ὁ Λοβέκ. ἐν Παραλ. 40 νομίζει αὐτὸ τὸ ὕβριστος ὡς κυρίως ὑπερθετ. (ἐκ τοῦ ὕβρις), ὡς τὸ ἔχθιστος (ἐκ τοῦ ἔχθος), κτλ. ὅτε τὰ ὑβριστότερος, -ότατος, ἀνάγκη νὰ θεωρηθῶσιν ὡς τύποι διπλῆς παραθέσεως, ὡς τὸ ἐλαχιστότερος. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 178.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ὑβριστής et ὑβριστικός;
Cp. ὑβριστότερος, Sp. ὑβριστότατος.
Étymologie: ὑβρίζω.
Greek Monotonic
ὕβριστος: -η, -ον (ὑβρίζω), αυθάδης, αναιδής, υβριστικός, προσβλητικός· απ' όπου, συγκρ. ὑβριστότερος, σε Ηρόδ., Ξεν.· υπερθ. ὑβριστότατος, σε Αριστοφ., Ξεν.