φυτοσπόρος: Difference between revisions

From LSJ

Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt

Menander, Monostichoi, 89
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui engendre, père.<br />'''Étymologie:''' [[φυτόν]], [[σπείρω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui engendre, père.<br />'''Étymologie:''' [[φυτόν]], [[σπείρω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>μτφ.</b> (για [[πατέρα]]) αυτός που γεννά<br /><b>μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> αυτός που διαδίδει τη χριστιανική [[πίστη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πολλαπλασιάζει φυτά με τη [[χρησιμοποίηση]] σπόρου<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[φυτοσπόρος]]<br />ο [[πατέρας]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ φυτοσπόροι</i><br />α) προπάτορες<br />β) <b>μτφ.</b> (σχετικά με [[θέση]] ή [[αξίωμα]]) προκάτοχοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φυτόν]] <span style="color: red;">+</span> -[[σπόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[σπόρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>θεό</i>-<i>σπορος</i>].
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠτοσπόρος Medium diacritics: φυτοσπόρος Low diacritics: φυτοσπόρος Capitals: ΦΥΤΟΣΠΟΡΟΣ
Transliteration A: phytospóros Transliteration B: phytosporos Transliteration C: fytosporos Beta Code: futo/sporos

English (LSJ)

(parox.), ον,

   A planting: generative, ἀλκή Orph.Fr.274: metaph., begetting, ὁ φ. father, S.Tr.359; φυτοσπόροι, οἱ, ancestors, hence metaph., predecessors, Vett.Val.239.10: c. gen., γένους φ. Ar.Byz.Arg.S.OT

German (Pape)

[Seite 1320] (Pflanzen) säend. – Auch übertr., ὁ φυτοσπόρος, der Erzeuger, Vater, Soph. Tr. 358.

Greek (Liddell-Scott)

φῠτοσπόρος: -ον, ὁ φυτεύων· μεταφορ., ὁ φυτεύων τέκνα, ὁ φυτοσπόρος, ὁ πατήρ, Σοφ. Τρ. 358· μετὰ γεν., Χριστοδ. Ἔκφρ. 106· Ὑπόθεσις α΄ εἰς Σοφ. Ο. Τ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui engendre, père.
Étymologie: φυτόν, σπείρω.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
μτφ. (για πατέρα) αυτός που γεννά
μσν.
εκκλ. αυτός που διαδίδει τη χριστιανική πίστη
αρχ.
1. αυτός που πολλαπλασιάζει φυτά με τη χρησιμοποίηση σπόρου
2. το αρσ. ως ουσ. φυτοσπόρος
ο πατέρας
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ φυτοσπόροι
α) προπάτορες
β) μτφ. (σχετικά με θέση ή αξίωμα) προκάτοχοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτόν + -σπόρος (< σπόρος), πρβλ. θεό-σπορος].