Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πρόβασις: Difference between revisions

From LSJ

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218
(Autenrieth)
(34)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[προβαίνω]]): [[live]]-[[stock]], as opp. to κειμήλια (κει<&lt;><&gt;>μαι), Od. 2.75†. Cf. the foll.
|auten=([[προβαίνω]]): [[live]]-[[stock]], as opp. to κειμήλια (κει<&lt;><&gt;>μαι), Od. 2.75†. Cf. the foll.
}}
{{grml
|mltxt=-άσεως, ἡ, Α [[προβαίνω]]<br /><b>1.</b> [[περιουσία]] σε βοσκήματα, [[κυρίως]] σε πρόβατα<br /><b>2.</b> [[αφθονία]] προβάτων<br /><b>3.</b> [[κίνηση]] [[προς]] τα [[εμπρός]]<br /><b>4.</b> [[πρόοδος]] («προβάσεις τοῡ νοῡ», Φίλ.)<br /><b>5.</b> σωματική [[ανάπτυξη]]<br /><b>6.</b> <b>πιθ.</b> [[προβάδισμα]] σε [[τελετή]]<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> [[ηθική]] [[πρόοδος]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «ἐκ προβάσεως» — με βαθμιαία [[προσθήκη]], [[βαθμηδόν]].
}}
}}

Revision as of 12:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόβᾰσις Medium diacritics: πρόβασις Low diacritics: πρόβασις Capitals: ΠΡΟΒΑΣΙΣ
Transliteration A: próbasis Transliteration B: probasis Transliteration C: provasis Beta Code: pro/basis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A property in cattle, abundance of cattle, κειμήλιά τε πρόβασίν τε Od.2.75; cf. προβατεία.    II advance, τὰς π. ποιεῖσθαι Str.7.1.5; progression of musical sounds, Iamb.VP26.120; π. τῶν χρόνων Sor.1.110: pl., π. τοῦ νοῦ Ph.1.595.    2 bodily growth, Sor.1.114, Gal.19.373.    3 ἐκ προβάσεως, = ἐκ προσαγωγῆς, Maria ap.Zos.Alch.p.158 B.

German (Pape)

[Seite 710] ἡ, das Vorwärtsgehen, der Fortgang, das Gedeihen, Sp. (?). – Bei Hom. Ggstz von κειμήλια, der Besitz an Viehheerden, Od. 2, 75, s. πρόβατον; VLL., wie Tim. lex. Plat., erklären ἡ τῶν βοσκημάτων κτῆσις. Vgl. προβατεία.

Greek (Liddell-Scott)

πρόβᾰσις: ἡ, περιουσία εἰς βοσκήματα (πρόβατα), ἀφθονία βοσκημάτων, κειμήλιά τε πρόβασίν τε Ὀδ. Β. 75˙ παρὰ τοῖς πεζολόγοις προβατεία. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πρόβασις˙ ἡ τῶν βοσκημάτων κτῆσις». ΙΙ. προχώρησις, βάδισις, κίνησις πρὸς τὰ ἐμπρὸς, πρόβ. τῶν σωμάτων Γαλην. τ. 19, σ. 373, 15, κτλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
fortune consistant en troupeaux ; c. πρόβατον.
Étymologie: προβαίνω.

English (Autenrieth)

(προβαίνω): live-stock, as opp. to κειμήλια (κει<<><>>μαι), Od. 2.75†. Cf. the foll.

Greek Monolingual

-άσεως, ἡ, Α προβαίνω
1. περιουσία σε βοσκήματα, κυρίως σε πρόβατα
2. αφθονία προβάτων
3. κίνηση προς τα εμπρός
4. πρόοδος («προβάσεις τοῡ νοῡ», Φίλ.)
5. σωματική ανάπτυξη
6. πιθ. προβάδισμα σε τελετή
7. μτφ. ηθική πρόοδος
7. φρ. «ἐκ προβάσεως» — με βαθμιαία προσθήκη, βαθμηδόν.