ἐξημοιβός: Difference between revisions
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
(Autenrieth) |
(12) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[ἀμείβω]]): neut. pl., [[for]] [[change]], changes of [[raiment]], Od. 8.249†. | |auten=([[ἀμείβω]]): neut. pl., [[for]] [[change]], changes of [[raiment]], Od. 8.249†. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐξημοιβός]], -όν (Α)<br />ο [[χρήσιμος]] για [[αλλαγή]] («εἵματο τ' ἐξημοιβά», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ημοιβός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αμείβω]]), με [[λειτουργία]] του νόμου «εκτάσεως εν συνθέσει»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:10, 29 September 2017
English (LSJ)
όν, (ἐξαμείβω)
A serving for change, εἵματα δ' ἐξημοιβά changes of raiment, Od.8.249; τεύχεα Q.S.7.437; ἐξημοιβαί· ἕτεπαι, Hsch. ἐξήνεγκα, ἐξήνεγκον, v. ἐκφέρω.
German (Pape)
[Seite 881] umgewechselt, εἵματα, Kleider zum Wechseln, Od. 8, 249 u. sp. D., wie Qu. Sm. 7, 437.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξημοιβός: -όν, (ἐξαμείβω) χρησιμεύων πρὸς ἀλλαγὴν (πρβλ. ἐπημοιβός), εἵματα δ’ ἐξοιμηβά, «ἀλλασσόμενα, ἐξ ἀμοιβῆς φορούμενα» (Σχόλ.), Ὀδ. Θ. 249· τεύχεα Κόϊντ. Σμ. 7. 437.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
de rechange.
Étymologie: ἐξαμείβω.
English (Autenrieth)
(ἀμείβω): neut. pl., for change, changes of raiment, Od. 8.249†.
Greek Monolingual
ἐξημοιβός, -όν (Α)
ο χρήσιμος για αλλαγή («εἵματο τ' ἐξημοιβά», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + -ημοιβός (< αμείβω), με λειτουργία του νόμου «εκτάσεως εν συνθέσει»].