ἐχέφρων: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(Autenrieth)
(15)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[thoughtful]], [[prudent]]. (Od.)
|auten=[[thoughtful]], [[prudent]]. (Od.)
}}
{{grml
|mltxt=-ον (ΑΜ [[ἐχέφρων]], -ον)<br />αυτός που έχει [[μυαλό]], [[φρόνηση]], ο [[μυαλωμένος]], ο [[συνετός]] («σὺ οὖν ὡς [[ἐχέφρων]], ὡς συνετή», Στουδ. Θεόδ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐχέφρον</i><br />η [[σύνεση]], η [[φρόνηση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εχεφρόνως</i> (Α ἐχεφρόνως)<br />με φρόνιμο τρόπο, με συνετό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εχε</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i> I) <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρην]], <i>φρενός</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχέφρων Medium diacritics: ἐχέφρων Low diacritics: εχέφρων Capitals: ΕΧΕΦΡΩΝ
Transliteration A: echéphrōn Transliteration B: echephrōn Transliteration C: echefron Beta Code: e)xe/frwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (φρήν)

   A sensible, prudent, ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ ἐ. Il.9.341, cf. Od.13.332; freq. as epith. of Penelope, 4.111, etc.; later of animals, σκύλακες Nonn.D.16.226: late in Prose, Syn.Alch.p.65 B. Adv. -νως D.S. 15.33.

German (Pape)

[Seite 1124] ον, gen. ονος, Verstand, Einsicht habend, klug, besonnen; Penelope, Od. oft; καὶ ἀγαθός Il. 9, 341, καὶ ἀγχίνοος Od. 13, 332; sp. D., wie Nonn. oft. – Adv. ἐχεφρόνως, D. Sic. 15, 33.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχέφρων: -ον, γεν. ονος, (φρὴν) φρόνιμος, συνετός, ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ ἐχέφρων Ἰλ. Ι. 341, πρβλ. Ὀδ. Ν. 332· ἀλλ. ἐν Ὀδ. τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίθετον τῆς Περσεφόνης, Δ. 111, κτλ. ― Ἐπίρρ. -όνως, Διόδ. 15. 33.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
sensé, sage, prudent.
Étymologie: ἔχω, φρήν.

English (Autenrieth)

thoughtful, prudent. (Od.)

Greek Monolingual

-ον (ΑΜ ἐχέφρων, -ον)
αυτός που έχει μυαλό, φρόνηση, ο μυαλωμένος, ο συνετός («σὺ οὖν ὡς ἐχέφρων, ὡς συνετή», Στουδ. Θεόδ.)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐχέφρον
η σύνεση, η φρόνηση.
επίρρ...
εχεφρόνως (Α ἐχεφρόνως)
με φρόνιμο τρόπο, με συνετό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε- (< έχω I) + -φρων (< φρην, φρενός)].