πολύφρων: Difference between revisions
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
(Autenrieth) |
(33) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=ονος: [[very]] [[sagacious]]. | |auten=ονος: [[very]] [[sagacious]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />πολύ [[συνετός]], [[σώφρονας]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που περιέχει ή απαιτεί πολλή [[σκέψη]] ή [[φροντίδα]] για να γίνει<br /><b>αρχ.</b><br />(ως προσωνύμιο του Ηφαίστου) [[ευφυής]], [[επινοητικός]], [[εφευρετικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>, <i>ἡ</i> «[[πνεύμα]], [[νους]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>φρων</i>, <i>εύ</i>-<i>φρων</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (φρήν)
A ingenious, inventive, Il.18.108, al.; epith. of Odysseus, Od.14.424; of Hephaestus, Il.21.367, Od.8.297; ἄλοχος Q.S.1.727: Sup. -έστατος Euryph. ap. Stob.4.39.27. 2 embodying much thought, ἀτρέκεια Orac. ap. Dam.Pr.161.
German (Pape)
[Seite 676] ον, sehr verständig, klug, stets in gutem Sinne; Il. 18, 108; so heißt Hephästus, 21, 367 u. öfter, wie Odysseus, Od. 14, 424. 20, 239. – Auch nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
πολύφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὁ πολὺ συνετός, πολὺ φρόνιμος, Ὁμηρικὸν ἐπίθ. τοῦ Ὀδυσσέως, Ὀδυσῆα πολύφρονα Ἰλ. Σ. 108, κτλ.· ἐπὶ τοῦ Ἡφαίστου, εὐφυής, ἐπινοῶν, εὑρετικός, ὡς τὸ πολύμητις, Ἰλ. Φ. 367, Ὀδ. Θ. 297.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
1 très prudent;
2 très ingénieux, industrieux, inventif.
Étymologie: πολύς, φρήν.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
πολύ συνετός, σώφρονας
μσν.
αυτός που περιέχει ή απαιτεί πολλή σκέψη ή φροντίδα για να γίνει
αρχ.
(ως προσωνύμιο του Ηφαίστου) ευφυής, επινοητικός, εφευρετικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φρων (< φρήν, φρενός, ἡ «πνεύμα, νους»), πρβλ. ά-φρων, εύ-φρων].