σώφρονας

From LSJ

μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them

Source

Greek Monolingual

ο / σώφρων, ὁ, ἡ, ΝΜΑ, θηλ. σώφρων Ν, και σαόφρων Α
1. (για πρόσ.) συνετός, μυαλωμένος (α. «μετριοπαθής και σώφρωνας πολιτικός» β. «ὅστις σώφρον' ἔθηκε τὸν ἄφρονα», Θέογν.
γ. «οὐκ ἄν με σαόφρονα μυθήσαιο ἔμμεναι», Ομ. Ιλ.)
2. (για λόγους, διαθέσεις ή ενέργειες και πράξεις) φρόνιμος, συνετός (α. «τα σώφρονα διδάγματά του» β. «φείσασθαι καὶ ἐπικλασθῆναι οἴκτω σώφρονι», Θουκ.)
μσν.-αρχ.
1. εγκρατής (α. «δεῖ τὸν ἐπίσκοπον ἀνεπίληπτον εἶναι... νηφάλιον, σώφρονα, κόσμιον», ΚΔ
β. «σώφρων ὁ μετρίας ἐπιθυμίας ἔχων», Πλάτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σῶφρον
α) σωφροσύνη, φρονιμάδα
β) εγκράτεια, κοσμιότητα.
επίρρ...
σωφρόνως ΝΜΑ
1. με σύνεση, με φρόνηση
2. με εγκράτεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶς / σάος (βλ. λ. σώος) + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλόφρων.