πολύχαλκος: Difference between revisions
μνήσθητι τίς μου ἡ ὑπόστασις → remember how short my time is
(Autenrieth) |
(33) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[rich]] in [[bronze]]; οὐρανος, [[all]]-[[brazen]], [[fig]]. epithet, Il. 5.504, Od. 3.2. | |auten=[[rich]] in [[bronze]]; οὐρανος, [[all]]-[[brazen]], [[fig]]. epithet, Il. 5.504, Od. 3.2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που έχει πολύ χαλκό ή ορείχαλκο, ο [[πλούσιος]] σε χαλκό<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από χαλκό, [[ολόχαλκος]] («ἄξονες πολύχαλκοι», Παρμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χαλκός]] (<b>πρβλ.</b> <i>αριστό</i>-<i>χαλκος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A abounding in copper or bronze, πολύχρυσος π., of Troy, Il.18.289; of Sidon, Od.15.425; of Dolon, Il.10.315. II wrought of bronze, brazen, οὐρανός 5.504, Od.3.2; ἄξονες Parm.1.18.
German (Pape)
[Seite 676] reich an Erz od. Kupfer; neben πολύχρυσος, von Troja, Il. 18, 289; Σιδών, Od. 15, 425; Δόλων, Il. 10, 315; aber auch οὐρανός, 5, 504 Od. 3, 2, vielleicht weil nach dem ältesten Volksglauben der Himmel ein aus Erz getriebenes Gewölbe war.
Greek (Liddell-Scott)
πολύχαλκος: -ον, ὁ ἔχων πολὺν χαλκὸν ἢ ὀρείχαλκον, πρὶν μὲν γὰρ Πριάμοιο πόλιν μέροπες ἄνθρωποι πάντες μυθέσκοντο πολύχρυσον πολύχαλκον Ἰλ. Σ. 289· ἐπὶ τῆς Σιδῶνος, ἐκ μὲν Σιδῶνος πολυχάλκου εὔχομαι εἶναι Ὀδ. Ο. 425· ἐπὶ τοῦ Δόλωνος, Ἰλ. Κ. 315. ΙΙ. κατεσκευασμένος ἐκ χαλκοῦ, ὅλος χαλκοῦς, στερεός, λίαν ἰσχυρός, οὐρανὸς (ἴδε ἐν λ.). Ἰλ. Ε. 504. Ὀδ. Γ. 2, πρβλ. Παρμεν. 18 Karst.· καλούμενος καὶ σιδήρεος (ἴδε ἐν λ.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 fait ou recouvert de beaucoup de cuivre;
2 abondant en airain ou en cuivre.
Étymologie: πολύς, χαλκός.
English (Autenrieth)
rich in bronze; οὐρανος, all-brazen, fig. epithet, Il. 5.504, Od. 3.2.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (για τόπο) αυτός που έχει πολύ χαλκό ή ορείχαλκο, ο πλούσιος σε χαλκό
2. αυτός που είναι κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από χαλκό, ολόχαλκος («ἄξονες πολύχαλκοι», Παρμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + χαλκός (πρβλ. αριστό-χαλκος)].