σηκάζω: Difference between revisions

From LSJ

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source
(Autenrieth)
(37)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[σηκός]]), [[pass]]. aor. 3 pl. [[σήκασθεν]]: [[pen]] up, Il. 8.131†.
|auten=([[σηκός]]), [[pass]]. aor. 3 pl. [[σήκασθεν]]: [[pen]] up, Il. 8.131†.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[σηκός]]<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] και [[κλείνω]] [[μέσα]] σε [[μάντρα]], [[μαντρώνω]] («[[ὥσπερ]] ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[περιφράσσω]] («σηκάζειν πυρούς τε καὶ ἀστάχυας κατ' ἀλωάς», <b>Ορφ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σηκάζω Medium diacritics: σηκάζω Low diacritics: σηκάζω Capitals: ΣΗΚΑΖΩ
Transliteration A: sēkázō Transliteration B: sēkazō Transliteration C: sikazo Beta Code: shka/zw

English (LSJ)

(σηκός)

   A shut up in a pen, καί νύ κε σήκασθεν (for ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον ἠΰτε ἄρνες Il.8.131; ὥσπερ ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες X.HG 3.2.4; σηκάζειν πυρούς τε καὶ ἀστάχυας κατ' ἀλωάς Orph.Fr.268.

German (Pape)

[Seite 873] einstallen, in einen Stall treiben u. einsperren; καὶ νύ κε σήκασθεν (ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον, ἠΰτε ἄρνες, Il. 8, 131; Xen. Hell. 3, 2, 4 ὥςπερ ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες.

Greek (Liddell-Scott)

σηκάζω: (σηκὸς) ὁδηγῶ εἰς μάνδρας καὶ κλείω ἐν αὐτῇ, ὅθεν καθόλου, ἐγκλείω εἰς μάνδραν, «μανδρώνω», περικλείω, σήκασθεν (ἀντὶ ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον, ἐκλείσθησαν, Ἰλ. Θ. 131· ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 4.

French (Bailly abrégé)

enfermer dans un parc ou dans une étable, parquer.
Étymologie: σηκός.

English (Autenrieth)

(σηκός), pass. aor. 3 pl. σήκασθεν: pen up, Il. 8.131†.

Greek Monolingual

Α σηκός
(επικ. τ.)
1. οδηγώ και κλείνω μέσα σε μάντρα, μαντρώνωὥσπερ ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες», Ξεν.)
2. περιφράσσω («σηκάζειν πυρούς τε καὶ ἀστάχυας κατ' ἀλωάς», Ορφ.).