σέλινον: Difference between revisions
οἱ ὧδε χέζοντες εἰς ὥρας μὴ ἔλθοιεν → a curse on those who relieve themselves here, a curse on those who shit here
(sl1) |
(sl1_repeat) |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>σέλῑνον</b><br /> <b>1</b>[[wild]] parsely [[from]] [[which]] were made crowns [[for]] Isthmian victors. [[δύο]] δ' αὐτὸν ἔρεψαν πλόκοι σελίνων ἐν Ἰσθμιάδεσσιν φανέντα (O. 13.33) Ὀρσοτριαίνα ἵν' ἐν ἀγῶνι βαρυκτύπου θάλησε Κορινθίοις σελίνοις (N. 4.88) Δωρίων [[αὐτῷ]] [[στεφάνωμα]] κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων (I. 2.16) Ἴσθμιον ἂν [[νάπος]] Δωρίων ἔλαχεν σελίνων (I. 8.64) | |sltr=<b>σέλῑνον</b><br /> <b>1</b> [[wild]] parsely [[from]] [[which]] were made crowns [[for]] Isthmian victors. [[δύο]] δ' αὐτὸν ἔρεψαν πλόκοι σελίνων ἐν Ἰσθμιάδεσσιν φανέντα (O. 13.33) Ὀρσοτριαίνα ἵν' ἐν ἀγῶνι βαρυκτύπου θάλησε Κορινθίοις σελίνοις (N. 4.88) Δωρίων [[αὐτῷ]] [[στεφάνωμα]] κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων (I. 2.16) Ἴσθμιον ἂν [[νάπος]] Δωρίων ἔλαχεν σελίνων (I. 8.64) | ||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 17 August 2017
English (LSJ)
τό, Aeol. σέλιννον Choerob.in An.Ox.2.258:—
A celery, Apium graveolens, Il.2.776, Od.5.72, Batr.54, Ar.Nu.982, Eub.36 (pl.), Thphr.HP1.2.2, CP6.11.10, Nic.Th.649; σελίνου σπέρμα Hdt.4.71; it had curly leaves, v. οὖλος (B), and grew in marshy spots, Il. l.c., Thphr.HP9.11.10; σελίνων στεφανίσκοι Anacr.54, cf. Theoc.3.23, AP4.1.31 (Mel.); of the chaplets with which the victors at the Isthmian and Nemean games were crowned, Pi.O.13.33; Κορίνθια σ. Id.N.4.88, cf. I.2.16, Com.Adesp.153, D.S.16.79; such chaplets were also hung on tombs, τὸ σ. πένθεσι προσήκει Duris 33 J.: hence persons dangerously ill were said δεῖσθαι τοῦ σ., Plu.2.676d, cf. Tim. 26; σελίνων στέφανος νοσοῦντας ἀναιρεῖ Artem.1.77; mostly planted in garden borders (cf. σ. κηπαῖον Dsc.3.64), hence prov., οὐδ' ἐν σελίνῳ σοὐστὶν οὐδ' ἐν πηγάνῳ tis scarcely begun yet', Ar.V.480. 2 σ. ἄγριον,= βατράχιον, Dsc.2.175;= σμύρνιον, Ps.-Dsc.3.67;= ἐλεοσέλινον, ib.64. II pudenda muliebria, Phot., cf. Sch.Theoc.11.10. [ῐ only in AP7.621.]
German (Pape)
[Seite 870] τό, Eppich, ein Pflanzengeschlecht, zu dem Sellerie u. Petersilie gehört, lat. apium; ἐλεόθρεπτον, Il. 2, 776; λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον, Od. 5, 72; die Alten aßen die Wurzeln und brauchten die Blätter wegen ihres kräftigen, erquickenden Geruchs gern zu Kränzen, mit denen bes. die isthmischen u. die nemeischen Sieger gekränzt wurden; πλόκος σελίνων, Pind. Ol. 13, 33; Δωρίων σελίνων στεφάνωμα, I. 2, 16, vgl. 7, 64; Ar. Vesp. 480; Theocr. 3, 22; und in Prosa, σελίνων πεπλεγμένος, Luc. gymn. 9. Man schmückte auch die Grabsteine damit, dah. sprichwörtlich von einem gefährlichen Kranken σελίνου δεῖται, er braucht Eppich, d. i. er wird bald sterben, Diogen. 8, 57 u. Suid.; vgl. Euphor. bei Plut. Symp. 5, 3, 3 u. Mein. dazu p. 82. – Wegen der krausen Blätter des Eppichs heißt krauses Haar σελίνων οὐλοτέρη, Philodem. 10 (V, 121); deshalb leiten es Einige von ἑλίσσω, ἕλιξ ab; Andere führen es auf ἕλος zurück, da der Eppich am liebsten in wasserreichen Gegenden wächst. – Nach Hesych. auch die weibliche Schaam. – [Ep. ad. 643 (VII, 621) ist ι kurz gebraucht.]
Greek (Liddell-Scott)
σέλῑνον: τό, Αἰολ. σέλινον Ἀνέκδ. Ὀξων. 2. 258· - εἶδος σελίνου, Λατ. apium, Ἰλ. Β. 776, Ὀδ. Ε. 72· σελίνου σπέρμα Ἡρόδ. 4. 71· - οἱ παλαιοὶ ἔτρωγον τὰς ῥίζας (Ἀριστοφ. Νεφ. 982, Εὔβουλος ἐν «Ἰξίονι» 1, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 10), καὶ ἐκ τῶν φύλλων ἐποίουν στεφάνους (Ἀνακρ. 54, Θεόκρ. 3. 23, Ἀνθ. Π. 4. 1, 32)· διὰ τοιούτων δὲ στεφάνων ἐστεφανοῦντο οἱ νικηταὶ ἐν τοῖς Ἰσθμίοις καὶ τοῖς Νεμέοις, Πινδ. Ο. 13. 46, Ν. 4. 143, Ι. 2. 23, πρβλ. Διόδ. 16. 79· τοιούτους στεφάνους ἀνήρτων καὶ εἰς τοὺς τάφους, ὅθεν παροιμία ἐπὶ ἀνθρώπων νοσούντων ἐπικινδύνως: σελίνου δεῖται Πλούτ. 2. 676D, πρβλ. Meineke εἰς Εὔφορ. σ. 108· ἐφυτεύοντο δὲ τὰ σέλινα ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ τὰ περιθώρια τοῦ κήπου, ὅθεν καὶ ἡ παροιμία: οὐδ’ ἐν σελίνῳ σοὐστὶν οὐδ’ ἐν πηγάνῳ, μόλις ἔχει γείνῃ ἀρχῆ, Ἀριστοφ. Σφ. 480. ΙΙ. τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον, Ἡσύχ., Φώτ., πρβλ. Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 11. 10. (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὰ ἕλιξ, ἑλίσσω. ὡς ἐκ τῶν σγουρῶν ἢ συνεστραμμένων φύλλων τοῦ (ὥσπερ σ., οὖλα, πρβλ. Ποιητὴν παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 3. 11, 13, Ἀνθ. Π. 5. 121· πολύγναμπτον σ. Θεόκρ. 7. 68)· κατ’ ἄλλους ἐκ τοῦ ἕλος, ἐπειδὴ αὐξάνεται μάλιστα εἰς τόπους ἑλώδεις καὶ ὑγρούς, ἑλεόθρεπτον σέλινον Ἰλ. Β. 776). [ῐ μόνον ἐν Ἀνθ. Π. 7. 621].
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 ache ou persil, plante ; on en faisait des couronnes aux vainqueurs des jeux isthmiques et néméens ; on s’en servait également pour ranimer les mourants, d’où le ◊ prov. : σελίνου δεῖται PLUT il a besoin de persil, càd il va mourir {« il ne lui faut plus que de l’ache » (Bescherel 1845, en parlant d’un malade désespéré)} ; on le cultivait à l’entrée des jardins ou aux bords des plants, d’où le ◊ prov. : οὐδ’ ἐν σελίνῳ AR pas même encore au persil, càd à l’entrée (du jardin) ou au commencement de la besogne;
2 « le frisé » Phot., cf. ἄρκηλα, βρύσσος, σπατάγγης, κῆπος.
Étymologie: DELG emprunt ou substrat.
English (Slater)
σέλῑνον
1 wild parsely from which were made crowns for Isthmian victors. δύο δ' αὐτὸν ἔρεψαν πλόκοι σελίνων ἐν Ἰσθμιάδεσσιν φανέντα (O. 13.33) Ὀρσοτριαίνα ἵν' ἐν ἀγῶνι βαρυκτύπου θάλησε Κορινθίοις σελίνοις (N. 4.88) Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων (I. 2.16) Ἴσθμιον ἂν νάπος Δωρίων ἔλαχεν σελίνων (I. 8.64)