ἀναδέρω: Difference between revisions
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
(21) |
(21) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ao.</i> ἀνέδειρα;<br /><b>1</b> écorcher;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> mettre à nu, découvrir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[δέρω]]. | |btext=<i>ao.</i> ἀνέδειρα;<br /><b>1</b> écorcher;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> mettre à nu, découvrir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[δέρω]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[ἀναδέρω]] v. [[ἀνδέρω]]. | |||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[ἀναδέρω]] v. [[ἀνδέρω]]. | |sltr=[[ἀναδέρω]] v. [[ἀνδέρω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:02, 17 August 2017
English (LSJ)
poet. ἀνδ-,
A strip a scab off, ψήκτρᾳ Hippiatr.68; expose, lay bare, in dissection, Gal.2.719; strip off, τὸν φλοιόν Gp.10.18.10; ἀνδέροντι πόδας strip skin off the feet, Pi.Fr.203:—Pass., ἀναδαρέντα μέρεα Aret.CD2.13; ἀναδέρεται ἡ ἕλκωσις Anty ll. ap. Aët.9.40. 2 metaph., lay bare, expose, ἀνά <τε> δέρετον τά τε παλαιὰ καὶ τὰ καινά Ar.Ra.1106 (al. -δέρεσθον), cf. Luc.Pseudol.20:—Med., ἠρώτα δ' ὑπὲρ αὐτῶν οὐδέν, ὡς μὴ ἀναδέροιτο Philostr.VS1.25.3.
German (Pape)
[Seite 186] abschinden, eigentlich die über eine Wunde gewachsene Haut wieder abziehen, wieder auffrischen, bes. von unangenehmen Empfindungen; med., Ar. Run. 1104, wo der Schol. ἀνακαλύπτειν erkl.; übh. enthüllen, Luc. Pseudol. 20.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναδέρω: ποιητ. ἀνδ-, ἀφαιρῶ τὴν σχηματισθεῖσαν ἐπὶ οὐλῆς τινος ἐπιδερμίδα, ἀναξέω, ἀν. τὸ δέρμα Ἱππ. 189. 25· γένυσιν ἀνδέροισιν πόδας ἠδὲ κεφαλάς, ἐκδέρουσι διὰ τῶν γνάθων τοὺς πόδας καὶ τὰς κεφαλάς, Πινδ. Ἀποσπ. 217. 2) μεταφ., ἀπογυμνῶ τι, ἐκθέτω τι, ἀλλὰ καὶ ἀναδέρειν αὐτὰ αἰσχρὸν Λουκ. Ψευδ. 20· οὕτως ἐν τῷ μέσ., ἠρώτα δ’ ὑπὲρ αὐτῶν οὐδέν, ὡς μὴ ἀναδέροιτο Φιλόστρ. 534· ἐν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1106, ἔνθα τὸ ἀναδέρετον τά τε παλαιὰ καὶ τὰ καινά, εἶναι ἐναντίον τοῦ μέτρου, ὁ Βρούγκ, διώρθωσεν ἀναδέρεσθον, = ἀκακαλύπτεπτε, εἰς τὸ μέσον προφέρετε, ὡς ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει. - Ὁ Bgk προτείνει ἀνὰ δ’ ἔρεσθον, ἐρωτήσατε, ἐξετάσατε. - Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ἀναδέρειν, γυμνοῦν.»
French (Bailly abrégé)
ao. ἀνέδειρα;
1 écorcher;
2 fig. mettre à nu, découvrir.
Étymologie: ἀνά, δέρω.