δικαιόω: Difference between revisions
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(SL_1) |
(big3_11) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>δῐκαιόω</b> <br /> <b>1</b> [[make]] [[just]] sens. dub. ?[[punish]], [[justify]] Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς [[ἄγει]] [[δικαιῶν]] τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειρί (v. 1. βιαιῶν τὸ δικαιότατον) fr. 169. 3. | |sltr=<b>δῐκαιόω</b> <br /> <b>1</b> [[make]] [[just]] sens. dub. ?[[punish]], [[justify]] Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς [[ἄγει]] [[δικαιῶν]] τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειρί (v. 1. βιαιῶν τὸ δικαιότατον) fr. 169. 3. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(δῐκαιόω)<br /><b class="num">• Morfología:</b> [jón. pres. part. δικαιεῦντος Hdt.9.42; impf. 2<sup>a</sup> sg. ἐδικαίευ Hdt.1.100]<br /><b class="num">I</b> c. ac.<br /><b class="num">1</b> [[considerar justo]] (δίκας) Hdt.9.93, en v. pas. τὸ δικαιωθὲν ὑπ' ἐκείνων τοῦτο νόμος ἦν D.H.10.1.<br /><b class="num">2</b> [[justificar]] νόμος ... [[ἄγει]] δικαιῶν τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειρί Pi.<i>Fr</i>.169a.3, τὴν θείαν ... κρίσιν Eus.<i>HE</i> 8.2.2, en v. pas. κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος <i>Eu.Luc</i>.18.14, καὶ ἐδικαιώθη ἡ σοφία ἀπὸ πάντων τῶν τέκνων αὐτῆς <i>Eu.Luc</i>.7.35, cf. <i>Eu.Matt</i>.11.19, ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας <i>Ep.Rom</i>.6.7, ἀπὸ πάντων ... ἐν νόμῳ Μωϋσέως δικαιωθῆναι <i>Act.Ap</i>.13.38<br /><b class="num">•</b>c. un pred. τοῦτο γὰρ ... ἀνδράσι δὲ ἀνάρμοστον ἐδικαίωσεν pues esto lo justificó como inapropiado para los hombres</i>, <i>Const.App</i>.1.3.11.<br /><b class="num">3</b> [[someter a la justicia]], [[castigar]], [[condenar]] τοῦτον Hdt.1.100, ὀλίγους D.C.57.47, Κόρινθον <i>AP</i> 14.86, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. ὑμᾶς δὲ αὐτοὺς μᾶλλον δικαιώσεσθε Th.3.40<br /><b class="num">•</b>en v. pas. [[sufrir castigo]] κακοῦ δὲ χαλκοῦ τρόπον ... μελαμπαγὴς πέλει δικαιωθείς el hombre injusto, A.<i>A</i>.393, οἱ δὲ ἱρέες ἐδικαιεῦντο Hdt.3.29, τοὺς ἰδόντας αὐτὸν δικαιούμενον Pl.<i>Lg</i>.934b, οἱ δικαιούμενοι los condenados</i> D.C.58.5.6, cf. Poll.8.25.<br /><b class="num">4</b> [[tratar con justicia]], [[defender los derechos de]] χήραν LXX <i>Is</i>.1.17, οὐ δικαιώσεις τὸν ἀσεβῆ ἕνεκεν δώρων LXX <i>Ex</i>.23.7, en v. pas., op. ἀδικεῖσθαι: ἔνιοι γὰρ δικαιοῦνται οὐχ ἑκόντες Arist.<i>EN</i> 1136<sup>a</sup>22, [[ἔνθα]] πάντες δικαιοῦνται, μόνη [[ἔγωγε]] ἠδίκημαι ἀδίκως Aesop.255.<br /><b class="num">5</b> en la Biblia, c. sent. legal [[declarar justo]] καὶ οἱ τελῶναι ἐδικαίωσαν τὸν θεόν <i>Eu.Luc</i>.7.29, ἑαυτούς <i>Eu.Luc</i>.16.15, en v. pas. κύριος μόνος δικαιωθήσεται LXX <i>Si</i>.18.2, ὁ ἀγαπῶν χρυσίον οὐ δικαιωθήσεται LXX <i>Si</i>.31.5, τὰ κρίματα κυρίου ... δεδικαιωμένα LXX <i>Ps</i>.18.10, <i>Is</i>.42.21.<br /><b class="num">6</b> fact. [[hacer (que sea) justo]] τοῦτον ὁ μισθὸς δικαιοῖ la recompensa (en el más allá) hace que ése sea justo</i> Clem.Al.<i>Strom</i>.4.22.144, τὸν ἀνθρώπου βίον Cels.Phil.4.7.<br /><b class="num">II</b> c. inf.<br /><b class="num">1</b> [[considerar justo o conveniente]], [[creer oportuno]] μαθεῖν S.<i>OT</i> 575, δρᾶσαι S.<i>OT</i> 640, cf. <i>Ai</i>.1072, <i>Tr</i>.1244, πειρᾶν τῆς πόλιος Hdt.6.82, σημαίνειν Hdt.1.89, cf. 2.172, 3.118, θάψαι E.<i>Supp</i>.526, cf. <i>Heracl</i>.190, μὴ ἀφαιρεθῆναι Th.2.41, εἴρια ἐπιδεῖν Hp.<i>Fract</i>.31, ἀποδοῦναι ἡμᾶς τὸ κεφάλαιον <i>PRyl</i>.119.14 (I d.C.), ἀγοράσαι <i>PGiss</i>.47.16 (II d.C.), cf. Ph.1.470, Plu.2.97e, <i>Pomp</i>.23, Luc.<i>Syr.D</i>.54, D.H.1.87, Athenag.<i>Res</i>.5.1, c. el inf. sobreentendido ὅποι ποτὲ θεὸς δικαιοῖ S.<i>Ph</i>.781, cf. Th.2.71<br /><b class="num">•</b>c. ὥστε S.<i>OC</i> 1350.<br /><b class="num">2</b> tard. [[pensar]], [[opinar]] πάντας ἀνίστασθαι ... αὐτοὶ δικαιοῦσιν Athenag.<i>Res</i>.14.6, τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου ... μὴ παρέρχεσθαι Mac.Magn.<i>Apocr</i>.4.11, cf. Ath.Al.M.28.1189B.<br /><b class="num">III</b> usos abs.<br /><b class="num">1</b> c. adv. [[emitir un juicio]], [[dar una interpretación]], [[estimar]] τούτου δὲ οὕτω δικαιεῦντος ἀντέλεγε οὐδείς habiendo él dado esta interpretación nadie replicó</i> Hdt.9.42, εἶχε δὲ καὶ ἡ ἀλήθεια περὶ τῆς ἀποστάσεως μᾶλλον ᾗ οἱ Ἀθηναῖοι ἐδικαίουν la verdad sobre la defección era más bien como la interpretaban los atenienses</i> Th.4.122.<br /><b class="num">2</b> [[hacer justicia]], [[vengar]] τὸν δικαιώσοντα, πολλάκις καὶ ἐπὶ πολλῶν εὑρεῖν ἐστιν Plb.3.31.9. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 21 August 2017
English (LSJ)
Ion. impf.
A ἐδικαίευν Hdt.1.100: fut. -ώσω Orac. ap. eund.5.92.β, Th.5.26; -ώσομαι Id.3.40:aor. ἐδικαίωσα Id.2.71:—Pass., fut. -ωθήσομαι LXX Si.18.2: aor. ἐδικαιώθην A.Ag. 393 (lyr.): pf. δεδικαίωμαι LXXEz.21.13(18). I set right, νόμος . . δικαιῶν τὸ βιαιότατον Pi.Fr.169.3; δικαιωθείς proved, tested, A. l. c. II hold or deem right, claim or demand as a right, c. inf., Hdt.1.89, 133, Hp.Fract.31; δεινά με δικαιοῖ δρᾶν S.OT640, cf. 575; δικαιοῦντες μὴ ἀφαιρεθῆναι αὐτήν Th.2.41: with inf. omitted, οὕτω δ. (sc. γενέσθαι) Hdt.9.42; δίκας δ. (sc. γενέσθαι) ib.93; ὅποι ποτὲ θεὸς δικαιοῖ S.Ph.781; οὐκ ὀρθῶς δ. Th.5.26; pronounce judgement, Id.2.71: c. inf., ἐδικαίωσεν ἀποδοῦναι ἡμᾶς τὸ κεφάλαιον PRyl.119.14 (i A. D.); consent, δουλεύειν Hdt.2.172, cf. 6.86; οὐκ ἐδικαίου οὐδένα οἱ ἐσαγγεῖλαι he would not allow . . Id.3.118:—Pass., τὸ δικαιωθὲν ὑπό τινος that which is ordained, D.H.10.1. III do a man right or justice: hence, 1 chastise, punish, Hdt.1.100:—Pass., Id.3.29, Pl.Lg.934b, D.C.Fr.57.47; pass sentence on, ὑμᾶς αὐτοὺς δικαιώσεσθε Th.3.40. 2 Pass., also, have right done one, opp. ἀδικεῖσθαι, Arist.EN1136a18. 3 pronounce and treat as righteous, justify, vindicate, LXXEx.23.7, Je.3.11; ἑαυτούς Ev.Luc.16.15, etc.:—freq. in Pass., ib.7.35, etc.
German (Pape)
[Seite 627] fut. δικαιώσομαι Thuc. 3, 40, für recht u. billig erachten; γένοιτο πλοῦς, ὅποι ποτὲ θεὸς δικαιοῖ Soph. Phil. 770; δικαιῶν τὸ βιαιότατον Pind. frg. 151; vgl. Plat. Legg. IV, 714 c; u. pass., δικαιωθείς, bewährt, Aesch. Ag. 382. Dah. – a) wie ἀξιόω, für recht halten, fordern, wollen; οὐ γὰρ δικαιοῖς κλύειν Soph. Tr. 1234; vgl. O. R. 6; u. mit folgd. ὥςτε O. C. 1350; νεκροὺς θάψαι δικαιῶ Eur. Suppl. 526. So auch Her. 3, 42. 79; Thuc. 4, 122 u. Sp., wie Plut. Thes. 17. – b) richten, strafen, verurtheilen; Her. 1, 100; Plat. Legg. XI, 934 b; Thuc. 3, 40; Plut. Ages. 23; – δικαιοῦσθαι, iusta pati, Ggstz ἀδικεῖσθαι Arist. Eth. Nic. 5, 9.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκαιόω: Ἰων. ἀπαρέμφ. δικαιεῦν, Ἡρόδ. 6.82· μέλλ. -ώσω. Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 5.92, Θουκ. 5.26· -ώσομαι Θουκ 3.40 ἀόρ. ἐδικαίωσα ὁ αὐτ. 2.71. - Παθ. μέλλ. -ωθήσομαι Ἑβδ. Ι. ἐπανορθῶ, διορθώνω, νόμος… δικαιῶν τὸ βιαιότατον Πίνδ. Ἀποσπ. 151.4· -δικαιωθείς, δοκιμασθείς, ἐξετασθείς, Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. θεωρῶ ὡς δίκαιον, νομίζω κατάλληλον, ἔχω ἀξιώσεις ἢ ἀπαιτῶ τι ὡς δίκαιον, κτλ. μετ’ ἀπαρ. ὡς τὸ ἀξιόω Ἡρόδ. 1.89, 113, Ἱππ. Ἀγμ. 772· δεινά με δρᾶσαι δικαιοῖ Σοφ. Ο.Τ. 640, πρβλ 575. δ. τι γενέσθαι Ἡρόδ. 9.93· δικαιοῦντες μὴ ἀφαιρεθῆναι αὐτὴν Θουκ. 2.41· τὸ ἀπαρέμφ. πολλάκις παραλείπεται, ὡς οὕτω δ. (γενέσθαι) Ἡρόδ. 9.42· οὕτως, ὅποι ποτὲ θεὸς δικαιοῖ Σοφ. Φ.780· -συναινῶ, δουλεύειν Ἡρόδ. 2.172· οὐ δ., ἀρνοῦμαι, δὲν συναινῶ, Θουκ. 2.172· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., ἐπιθυμῶ νὰ πράξῃ τίς τι, Ἡρόδ. 3.118. - Παθ. τὸ δικαιωθέν, ὅ,τι ἔχει ὁρισθῆ, Διον, Ἁλ. 10.1. ΙΙΙ. ἀπονέμω δικαιοσύνην εἴς τινα, δικάζω, ὅ ἐ. 1) καταδικάζω, κατὰ μέσ. μέλλ., Θουκ. 3.40· κολάζω, τιμωρῶ, Ἡρόδ. 1.100, 3.29, πρβλ. Cic. 2 Verr. 5.57, Ruhnk. Τίμ. - Παθ., ἀποδίδοται εἰς ἐμὲ δικαιοσύνη, ἀντίθ. ἀδικεῖσθαι, Ἀριστ. Ἠθ.Ν. 5.9,2· τιμωροῦμαι, Πλάτ. Νόμ. 934Β.
2) κηρύττω τινὰ δίκαιον, Ἑβδ. (Ἐξόδ. κγ΄,7, Ἱερ. γ΄,11), Εὐαγγ. κ.Λουκ. ις΄, 15, κτλ.· συχνὸν ἐν τῷ παθ., αὐτόθι ζ΄,35, κτλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. δικαιώσω et δικαιώσομαι, ao. ἐδικαίωσα, pf. inus;
Pass. f. δικαιωθήσομαι, ao. ἐδικαιώθην, pf. δεδικαίωμαι;
I. rendre juste, établir comme juste ; prouver;
II. regarder comme juste, juger légitime ; p. suite :
1 désirer, vouloir;
2 consentir à, inf.;
III. rendre justice à ; condamner, châtier, punir;
Moy. δικαιόομαι-οῦμαι rendre justice ; condamner.
Étymologie: δίκαιος.
English (Slater)
δῐκαιόω
1 make just sens. dub. ?punish, justify Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειρί (v. 1. βιαιῶν τὸ δικαιότατον) fr. 169. 3.
Spanish (DGE)
(δῐκαιόω)
• Morfología: [jón. pres. part. δικαιεῦντος Hdt.9.42; impf. 2a sg. ἐδικαίευ Hdt.1.100]
I c. ac.
1 considerar justo (δίκας) Hdt.9.93, en v. pas. τὸ δικαιωθὲν ὑπ' ἐκείνων τοῦτο νόμος ἦν D.H.10.1.
2 justificar νόμος ... ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειρί Pi.Fr.169a.3, τὴν θείαν ... κρίσιν Eus.HE 8.2.2, en v. pas. κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος Eu.Luc.18.14, καὶ ἐδικαιώθη ἡ σοφία ἀπὸ πάντων τῶν τέκνων αὐτῆς Eu.Luc.7.35, cf. Eu.Matt.11.19, ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας Ep.Rom.6.7, ἀπὸ πάντων ... ἐν νόμῳ Μωϋσέως δικαιωθῆναι Act.Ap.13.38
•c. un pred. τοῦτο γὰρ ... ἀνδράσι δὲ ἀνάρμοστον ἐδικαίωσεν pues esto lo justificó como inapropiado para los hombres, Const.App.1.3.11.
3 someter a la justicia, castigar, condenar τοῦτον Hdt.1.100, ὀλίγους D.C.57.47, Κόρινθον AP 14.86, cf. Hsch.
•en v. med. mismo sent. ὑμᾶς δὲ αὐτοὺς μᾶλλον δικαιώσεσθε Th.3.40
•en v. pas. sufrir castigo κακοῦ δὲ χαλκοῦ τρόπον ... μελαμπαγὴς πέλει δικαιωθείς el hombre injusto, A.A.393, οἱ δὲ ἱρέες ἐδικαιεῦντο Hdt.3.29, τοὺς ἰδόντας αὐτὸν δικαιούμενον Pl.Lg.934b, οἱ δικαιούμενοι los condenados D.C.58.5.6, cf. Poll.8.25.
4 tratar con justicia, defender los derechos de χήραν LXX Is.1.17, οὐ δικαιώσεις τὸν ἀσεβῆ ἕνεκεν δώρων LXX Ex.23.7, en v. pas., op. ἀδικεῖσθαι: ἔνιοι γὰρ δικαιοῦνται οὐχ ἑκόντες Arist.EN 1136a22, ἔνθα πάντες δικαιοῦνται, μόνη ἔγωγε ἠδίκημαι ἀδίκως Aesop.255.
5 en la Biblia, c. sent. legal declarar justo καὶ οἱ τελῶναι ἐδικαίωσαν τὸν θεόν Eu.Luc.7.29, ἑαυτούς Eu.Luc.16.15, en v. pas. κύριος μόνος δικαιωθήσεται LXX Si.18.2, ὁ ἀγαπῶν χρυσίον οὐ δικαιωθήσεται LXX Si.31.5, τὰ κρίματα κυρίου ... δεδικαιωμένα LXX Ps.18.10, Is.42.21.
6 fact. hacer (que sea) justo τοῦτον ὁ μισθὸς δικαιοῖ la recompensa (en el más allá) hace que ése sea justo Clem.Al.Strom.4.22.144, τὸν ἀνθρώπου βίον Cels.Phil.4.7.
II c. inf.
1 considerar justo o conveniente, creer oportuno μαθεῖν S.OT 575, δρᾶσαι S.OT 640, cf. Ai.1072, Tr.1244, πειρᾶν τῆς πόλιος Hdt.6.82, σημαίνειν Hdt.1.89, cf. 2.172, 3.118, θάψαι E.Supp.526, cf. Heracl.190, μὴ ἀφαιρεθῆναι Th.2.41, εἴρια ἐπιδεῖν Hp.Fract.31, ἀποδοῦναι ἡμᾶς τὸ κεφάλαιον PRyl.119.14 (I d.C.), ἀγοράσαι PGiss.47.16 (II d.C.), cf. Ph.1.470, Plu.2.97e, Pomp.23, Luc.Syr.D.54, D.H.1.87, Athenag.Res.5.1, c. el inf. sobreentendido ὅποι ποτὲ θεὸς δικαιοῖ S.Ph.781, cf. Th.2.71
•c. ὥστε S.OC 1350.
2 tard. pensar, opinar πάντας ἀνίστασθαι ... αὐτοὶ δικαιοῦσιν Athenag.Res.14.6, τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου ... μὴ παρέρχεσθαι Mac.Magn.Apocr.4.11, cf. Ath.Al.M.28.1189B.
III usos abs.
1 c. adv. emitir un juicio, dar una interpretación, estimar τούτου δὲ οὕτω δικαιεῦντος ἀντέλεγε οὐδείς habiendo él dado esta interpretación nadie replicó Hdt.9.42, εἶχε δὲ καὶ ἡ ἀλήθεια περὶ τῆς ἀποστάσεως μᾶλλον ᾗ οἱ Ἀθηναῖοι ἐδικαίουν la verdad sobre la defección era más bien como la interpretaban los atenienses Th.4.122.
2 hacer justicia, vengar τὸν δικαιώσοντα, πολλάκις καὶ ἐπὶ πολλῶν εὑρεῖν ἐστιν Plb.3.31.9.