παμποίκιλος: Difference between revisions
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
(SL_2) |
(30) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>παμποίκῐλος</b> <br /> <b>1</b> [[painted]] [[all]] [[over]] [[καρπὸς]] ἐλαίας ἔμολεν Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν ἐν ἀγγέων ἕρκεσιν παμποικίλοις (v. [[ἄγγος]]: ἐζωγραφοῦντο γὰρ αἱ ὑδρίαι Σ.) (N. 10.36) | |sltr=<b>παμποίκῐλος</b> <br /> <b>1</b> [[painted]] [[all]] [[over]] [[καρπὸς]] ἐλαίας ἔμολεν Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν ἐν ἀγγέων ἕρκεσιν παμποικίλοις (v. [[ἄγγος]]: ἐζωγραφοῦντο γὰρ αἱ ὑδρίαι Σ.) (N. 10.36) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[παμποίκιλος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που έχει κατασκευαστεί με πλούσια και ποικίλη [[εργασία]], [[πολυποίκιλος]] («νεβρών παμποίκιλοι στολίδες», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />ο [[κάθε]] [[λογής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από [[πολλά]] είδη, [[πολλαπλός]], [[πολυειδής]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[πολυμήχανος]], [[εφευρετικός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «παμποίκιλον [[ὕφασμα]]»<br /><b>μτφ.</b> η [[οικουμένη]] <b>(Φίλ.)</b>·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ποικίλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A all-variegated, of rich and varied work, πέπλοι Od. 15.105, cf. Il.6.289; of sacred vases, Pi.N.10.36; νεβρῶν π. στολίδες E.Hel.1359 (lyr.); of persons, π. περὶ πᾶσαν τέχνην καὶ πρᾶξιν Vett. Val. 17.16. II metaph., ὕφασμα, of the universe, Ph. 1.651, cf. 654; manifold, ἀλλοιότητας παμποικίλους (παμποικίλας codd.) Pl.Ti.82b.
German (Pape)
[Seite 454] ganz, sehr bunt; von künstlichen Webereien und Stickereien, πέπλοι, Il. 6, 289 Od. 15, 105; ἀγγέων ἕρκεσιν παμποικίλοις, Pind. N. 10, 36; νεβρῶν παμποίκιλοι στολίδες, Eur. Hel. 1375; Sp., χιτών, D. Cass. 72, 2; übh. schr mannigfaltig, ἀλλοιότητες παμποίκιλαι (eigenes fem.), Plat. Tim. 82 b.
Greek (Liddell-Scott)
παμποίκῐλος: -ον, πολυποίκιλος, ὁ ποικίλης ἐργασίας, πέπλοι Ἰλ. Ζ. 289, Ὀδ. Ο. 105· ἐπὶ ἱερῶν σκευῶν, Πινδ. Ν. 10. 68· ἐπὶ δερμάτων νεβρῶν, κατάστικτος, Εὐρ. Ἑλ. 1359. ΙΙ. μεταφ., ἀλλοιότητας παμποικίλους (διάφ. γραφ. παμποικίλας, ὅθεν ὁ Δινδ. διορθοῖ πάνυ ποικίλας), Πλάτ. Τίμ. 82Β.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
couvert de broderies.
Étymologie: πᾶν, ποικίλος.
English (Autenrieth)
all variegated, embroidered all over, Il. 6.289 and Od. 15.105.
English (Slater)
παμποίκῐλος
1 painted all over καρπὸς ἐλαίας ἔμολεν Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν ἐν ἀγγέων ἕρκεσιν παμποικίλοις (v. ἄγγος: ἐζωγραφοῦντο γὰρ αἱ ὑδρίαι Σ.) (N. 10.36)
Greek Monolingual
παμποίκιλος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει κατασκευαστεί με πλούσια και ποικίλη εργασία, πολυποίκιλος («νεβρών παμποίκιλοι στολίδες», Ευρ.)
μσν.
ο κάθε λογής
αρχ.
1. αυτός που αποτελείται από πολλά είδη, πολλαπλός, πολυειδής
2. (για πρόσ.) πολυμήχανος, εφευρετικός
3. φρ. «παμποίκιλον ὕφασμα»
μτφ. η οικουμένη (Φίλ.)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ποικίλος.