νώδυνος: Difference between revisions

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
(SL_2)
(27)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>νώδῠνος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[free]] [[from]] [[pain]] ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί [[τις]] κάματον θῆκεν pr. (N. 8.50)
|sltr=<b>νώδῠνος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[free]] [[from]] [[pain]] ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί [[τις]] κάματον θῆκεν pr. (N. 8.50)
}}
{{grml
|mltxt=[[νώδυνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ανώδυνος]] («ἐπαοιδαῑς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανακουφίζει, που καταπραύνει από τους πόνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> στερητ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώδυνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀδύνη]]), <b>πρβλ.</b> <i>αν</i>-<i>ώδυνος</i>, <i>περι</i>-<i>ώδυνος</i>. Το <i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νώδῠνος Medium diacritics: νώδυνος Low diacritics: νώδυνος Capitals: ΝΩΔΥΝΟΣ
Transliteration A: nṓdynos Transliteration B: nōdynos Transliteration C: nodynos Beta Code: nw/dunos

English (LSJ)

ον, (

   A n(è)-, ὀδύνη) = ἀνώδυνος (q. v.), painless, νώδυνον κάματον τιθέναι Pi.N.8.50.    II Act., soothing pain, φύλλον τι ν. S.Ph.44.

German (Pape)

[Seite 272] (νη – ὀδύνη), = ἀνώδυνος, schmerzlos, νώδυνον κάματον θῆκε, Pind. N. 8, 50. – Bei Soph. Phil. 44, ἢ φύλλον εἴ τι νώδυνον κατεῖδέ που, ist es trans., schmerzstillend, Schol. παυσώδυνον.

Greek (Liddell-Scott)

νώδῠνος: -ον, (νη-, ὀδύνη) = ἀνώδυνος, ὃ ἴδε, νώδυνον κάματον τιθέναι Πινδ. Ν. 8. 84. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ πραΰνων τὸν πόνον, πραϋντικῶς ἐπενεργῶν, φύλλον τι ν. Σοφ. Φιλ. 44.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui apaise la douleur.
Étymologie: νη-, ὀδύνη.

English (Slater)

νώδῠνος
   1 free from pain ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν pr. (N. 8.50)

Greek Monolingual

νώδυνος, -ον (Α)
1. ανώδυνος («ἐπαοιδαῑς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν», Πίνδ.)
2. αυτός που ανακουφίζει, που καταπραύνει από τους πόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερητ. πρόθημα νη- + -ώδυνος (< ὀδύνη), πρβλ. αν-ώδυνος, περι-ώδυνος. Το ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].