ἀγέραστος: Difference between revisions
κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you
(big3_1) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[no premiado]], [[no recompensado]], [[no honrado como se merece]] ὄφρα μὴ οἷος Ἀργεΐων ἀ. ἔω <i>Il</i>.1.119, de dioses ὅστις [[ἄτιμος]] ὑπὸ Κρόνου ἠδ' ἀ. Hes.<i>Th</i>.395, ἀγέραστον ἔχων ὄνομ' ἐν Θήβαις de Dioniso, E.<i>Ba</i>.1378, οὐδέ ... ὅ γε δαίμοσιν ἦν ἀ. <i>CEG</i> 595.3 (Atenas IV a.C.), Ἔρως Nonn.<i>D</i>.24.268, ἀπελθεῖν ἀγέραστον Luc.<i>Tyr</i>.3, cf. Gr.Naz.M.37.1495A<br /><b class="num">•</b>de cosas τύμβον ... ἀγέραστον ἀφέντες E.<i>Hec</i>.115, τὸ σωφρονοῦν ἀγέραστον γίγνεται D.C.41.29.2<br /><b class="num">•</b>c. gen. θυέων ἀ. A.R.3.65. | |dgtxt=-ον<br />[[no premiado]], [[no recompensado]], [[no honrado como se merece]] ὄφρα μὴ οἷος Ἀργεΐων ἀ. ἔω <i>Il</i>.1.119, de dioses ὅστις [[ἄτιμος]] ὑπὸ Κρόνου ἠδ' ἀ. Hes.<i>Th</i>.395, ἀγέραστον ἔχων ὄνομ' ἐν Θήβαις de Dioniso, E.<i>Ba</i>.1378, οὐδέ ... ὅ γε δαίμοσιν ἦν ἀ. <i>CEG</i> 595.3 (Atenas IV a.C.), Ἔρως Nonn.<i>D</i>.24.268, ἀπελθεῖν ἀγέραστον Luc.<i>Tyr</i>.3, cf. Gr.Naz.M.37.1495A<br /><b class="num">•</b>de cosas τύμβον ... ἀγέραστον ἀφέντες E.<i>Hec</i>.115, τὸ σωφρονοῦν ἀγέραστον γίγνεται D.C.41.29.2<br /><b class="num">•</b>c. gen. θυέων ἀ. A.R.3.65. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀγέραστος:''' -ον ([[γέρας]]), αυτός που δεν έχει λάβει [[βραβείο]] ή έπαθλο [[τιμής]], αυτός που δεν έχει βραβευθεί, που δεν έχει ανταμειφθεί, αυτός που δεν έχει λάβει [[ανταπόδοση]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:14, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (γέρασ
A without a gift of honour, unrecompensed, Il.1.119, Hes.Th.395; ἀ. τύμβος, ὄνομα E.Hec.115, Ba.1378; ἀπελθεῖν ἀ. Luc.Tyr.3: c. gen., θυέων ἀ. A.R 3.65:—cf. ἀγείρᾰτος.
German (Pape)
[Seite 12] (γέρας), ohne Ehrengeschenk, Hom. nur Il. 1, 119; Hes. neben ἄτιμος Fh. 395; τύμβος Eur. Hec. 116; ὄνομα Bacch. 1375; mit dem gen., θυέων Ap. Rh. 3, 65; neben ἄμοιρός τινος Plut. sol. an. 23; βόες κεράτων οὐκ ἀγ. Ael. H. A. 2, 53.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγέραστος: -ον, (γέρας) ὁ ἄνευ ἀμοιβῆς ἢ τιμῆς, ἄνευ βραβείου, Ἰλ. Α., 119, Ἡσ. Θ., 395· ἀγ. τύμβος, Εὐρ. Ἑκ. 117, ὄνομα Βάκχ. 1378· ἀπελθεῖν ἀγ., Λουκ. Τυραννοκ. 3· μετὰ γεν., θυέων, ἀγ., Ἀπολλ. Ῥόδ. 3. 65: - ποιητ. τις τύπος: ἀγείρατος ἀναφέρεται ἐν τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non récompensé, non honoré.
Étymologie: ἀ, γέρας.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
-ον
no premiado, no recompensado, no honrado como se merece ὄφρα μὴ οἷος Ἀργεΐων ἀ. ἔω Il.1.119, de dioses ὅστις ἄτιμος ὑπὸ Κρόνου ἠδ' ἀ. Hes.Th.395, ἀγέραστον ἔχων ὄνομ' ἐν Θήβαις de Dioniso, E.Ba.1378, οὐδέ ... ὅ γε δαίμοσιν ἦν ἀ. CEG 595.3 (Atenas IV a.C.), Ἔρως Nonn.D.24.268, ἀπελθεῖν ἀγέραστον Luc.Tyr.3, cf. Gr.Naz.M.37.1495A
•de cosas τύμβον ... ἀγέραστον ἀφέντες E.Hec.115, τὸ σωφρονοῦν ἀγέραστον γίγνεται D.C.41.29.2
•c. gen. θυέων ἀ. A.R.3.65.
Greek Monotonic
ἀγέραστος: -ον (γέρας), αυτός που δεν έχει λάβει βραβείο ή έπαθλο τιμής, αυτός που δεν έχει βραβευθεί, που δεν έχει ανταμειφθεί, αυτός που δεν έχει λάβει ανταπόδοση, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.