ἀγροιώτης: Difference between revisions
περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue
(big3_1) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου<br /><b class="num">1</b> [[campesino]] ἀνέρες <i>Il</i>.11.549, A.R.4.1183, βουκόλοι <i>Od</i>.11.293, ποιμένες Hes.<i>Sc</i>.39, λαοί <i>Il</i>.11.676, cf. Theoc.13.44, 25.23, 168<br /><b class="num">•</b>subst. τίς ἀγροιώτας πελάθει θριγκοῖς; Ar.<i>Th</i>.58<br /><b class="num">•</b>[[del campo]], [[agreste]] Πρίηπος <i>AP</i> 6.22 (Zon.).<br /><b class="num">2</b> c. sent. peyor. [[palurdo]], [[paleto]] νήπιοι <i>Od</i>.21.85, [[ἀποφώλιος]] ἀ. Philet.<i>Fr.Poet</i>.12. | |dgtxt=-ου<br /><b class="num">1</b> [[campesino]] ἀνέρες <i>Il</i>.11.549, A.R.4.1183, βουκόλοι <i>Od</i>.11.293, ποιμένες Hes.<i>Sc</i>.39, λαοί <i>Il</i>.11.676, cf. Theoc.13.44, 25.23, 168<br /><b class="num">•</b>subst. τίς ἀγροιώτας πελάθει θριγκοῖς; Ar.<i>Th</i>.58<br /><b class="num">•</b>[[del campo]], [[agreste]] Πρίηπος <i>AP</i> 6.22 (Zon.).<br /><b class="num">2</b> c. sent. peyor. [[palurdo]], [[paleto]] νήπιοι <i>Od</i>.21.85, [[ἀποφώλιος]] ἀ. Philet.<i>Fr.Poet</i>.12. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀγροιώτης:''' -ου, ὁ, = [[ἀγρότης]],<br /><b class="num">I.</b> ο [[χωρικός]], ο [[αγρότης]], σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[αγροτικός]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:09, 30 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A = ἀγρότης 1, Hom. always in nom. pl., ἀνέρες ἀγροιῶται Il.11.549; βουκόλοι ἀ. Od.11.293; λαοὶ ἀ Il.11.676; νήπιοι ἀ. Od. 21.85; ποιμένας ἀ. Hes.Sc.39; sg., Ar.Th.58:—fem. ἀγροιῶτις, ἡ, (perh. as Adj., cf. 11) Sapph.70. II as Adj., rustic, Πρίηπος AP6.22 (Zon.), ὕλη 7.411 (Diosc.); wild, Numen. ap. Ath.371c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγροιώτης: -ου, ὁ = ἀγρότης Ι, Ὅμ., ὅστις ἀείποτε μεταχειρίζεται τήν ὀνομ. πληθ., ἀνέρες ἀγροιῶται, Ἰλ. Λ. 549· βουκόλοι ἀγρ., Ὀδ. Λ. 293· λαοί ἀγροιῶται, Ἰλ. Λ. 676· ἄνευ οὐσιαστ., νήπιοι ἀγρ., Ὀδ. Φ. 85· οὕτω, ποιμένας ἀγροιώτας, Ἡσ. Ἀσπ. 39· καθ’ ἑνικ., ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 58: - θηλ. ἀγροιῶτις, ἡ, Σαπφ. 70. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἐκ τοῦ ἀγροῦ, ἀγροτικός, Ἀνθ. Π. 6. 22., 7. 411: ἄγριος, Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 371C.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
campagnard, villageois.
Étymologie: ἀγρός.
English (Autenrieth)
rustic, peasant; as adj., Il. 15.272.
Spanish (DGE)
-ου
1 campesino ἀνέρες Il.11.549, A.R.4.1183, βουκόλοι Od.11.293, ποιμένες Hes.Sc.39, λαοί Il.11.676, cf. Theoc.13.44, 25.23, 168
•subst. τίς ἀγροιώτας πελάθει θριγκοῖς; Ar.Th.58
•del campo, agreste Πρίηπος AP 6.22 (Zon.).
2 c. sent. peyor. palurdo, paleto νήπιοι Od.21.85, ἀποφώλιος ἀ. Philet.Fr.Poet.12.
Greek Monotonic
ἀγροιώτης: -ου, ὁ, = ἀγρότης,
I. ο χωρικός, ο αγρότης, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.
II. ως επίθ., αγροτικός, σε Ανθ.