ἀτροφία: Difference between revisions
Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
(big3_7) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[falta de alimento]], [[desnutrición]], [[ἀδυναμία]] δὲ διὰ τὴν τοῦ σώματος ἀτροφίαν Arist.<i>Pr</i>.888<sup>a</sup>10, τροφὴ καὶ [[ἀτροφία]] Aret.<i>SD</i> 2.4.8, ἀμφὶ τροφῆς βρεφέων ἠδ' ἀτροφίης ἀλεγεινῆς Man.6.8<br /><b class="num">•</b>de árboles, Thphr.<i>CP</i> 5.9.9, cf. 2.6.3<br /><b class="num">•</b>en sent. fig. ἀ. μὲν ἡ [[ἄγνοια]] τῆς ψυχῆς Clem.Al.<i>Strom</i>.7.12.72<br /><b class="num">•</b>del fuego [[falta de combustible]] ἀ. φλογός Plu.2.949a<br /><b class="num">•</b>[[dieta de inanición]] καύσεις καὶ τομαὶ καὶ ἀ. Alex.Aphr.<i>in Top</i>.202.17.<br /><b class="num">2</b> medic. [[atropa]], [[debilidad]] ἀ. τῶν κάτω μερῶν Antyll. en Orib.6.21.7, cf. Gal.6.869. | |dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[falta de alimento]], [[desnutrición]], [[ἀδυναμία]] δὲ διὰ τὴν τοῦ σώματος ἀτροφίαν Arist.<i>Pr</i>.888<sup>a</sup>10, τροφὴ καὶ [[ἀτροφία]] Aret.<i>SD</i> 2.4.8, ἀμφὶ τροφῆς βρεφέων ἠδ' ἀτροφίης ἀλεγεινῆς Man.6.8<br /><b class="num">•</b>de árboles, Thphr.<i>CP</i> 5.9.9, cf. 2.6.3<br /><b class="num">•</b>en sent. fig. ἀ. μὲν ἡ [[ἄγνοια]] τῆς ψυχῆς Clem.Al.<i>Strom</i>.7.12.72<br /><b class="num">•</b>del fuego [[falta de combustible]] ἀ. φλογός Plu.2.949a<br /><b class="num">•</b>[[dieta de inanición]] καύσεις καὶ τομαὶ καὶ ἀ. Alex.Aphr.<i>in Top</i>.202.17.<br /><b class="num">2</b> medic. [[atropa]], [[debilidad]] ἀ. τῶν κάτω μερῶν Antyll. en Orib.6.21.7, cf. Gal.6.869. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[ἀτροφία]]) [[άτροφος]]<br /><b>1.</b> [[στέρηση]] τροφής<br /><b>2.</b> (για φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς) [[ανεπαρκής]] [[θρέψη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[ελάττωση]] του μεγέθους ενός κυττάρου, οργάνου, ιστού ή μέλους του σώματος. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A want of food or nourishment, of trees, Thphr. CP5.9.9; φθινούσης ἀ. φλογός Plu.2.949a. 2 atrophy, Arist. Pr.888a10, Antyll. ap. Orib.6.21.7. 3 starvation-diet, καύσεις καὶ τομαὶ καὶ ἀ. Alex.Aphr.in Top.202.17.
German (Pape)
[Seite 389] ἡ, 1) Mangel an Nqhrung, Hunger, Theophr. u. A. – 2) Auszehrung, Medic., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτροφία: ἡ, ἔλλειψις τροφῆς ἢ θρέψεως, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 9, 9, Πλούτ. 2. 949Α. 2) νόσος, ἡ ἀτροφία, Ἀριστ. Προβλ. 8. 9, 2, Ἄντυλλ. ἐν Matthaei Med. 108.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
manque de nourriture.
Étymologie: ἄτροφος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 falta de alimento, desnutrición, ἀδυναμία δὲ διὰ τὴν τοῦ σώματος ἀτροφίαν Arist.Pr.888a10, τροφὴ καὶ ἀτροφία Aret.SD 2.4.8, ἀμφὶ τροφῆς βρεφέων ἠδ' ἀτροφίης ἀλεγεινῆς Man.6.8
•de árboles, Thphr.CP 5.9.9, cf. 2.6.3
•en sent. fig. ἀ. μὲν ἡ ἄγνοια τῆς ψυχῆς Clem.Al.Strom.7.12.72
•del fuego falta de combustible ἀ. φλογός Plu.2.949a
•dieta de inanición καύσεις καὶ τομαὶ καὶ ἀ. Alex.Aphr.in Top.202.17.
2 medic. atropa, debilidad ἀ. τῶν κάτω μερῶν Antyll. en Orib.6.21.7, cf. Gal.6.869.
Greek Monolingual
η (AM ἀτροφία) άτροφος
1. στέρηση τροφής
2. (για φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς) ανεπαρκής θρέψη
νεοελλ.
η ελάττωση του μεγέθους ενός κυττάρου, οργάνου, ιστού ή μέλους του σώματος.