ἔμπα: Difference between revisions
From LSJ
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.
(big3_14) |
(11) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=v. [[ἔμπας]]. | |dgtxt=v. [[ἔμπας]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἔμπα]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[έμπας]].———————— <b>(II)</b><br />το<br /><b>1.</b> το να μπαίνει [[κάποιος]] [[κάπου]], η [[είσοδος]]<br /><b>2.</b> [[είσοδος]], [[θύρα]]<br /><b>3.</b> [[έναρξη]] περιόδου («το [[έμπα]] του χειμώνα»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «το [[έμπα]]-[[έβγα]]» — το να μπαινοβγαίνει [[συνεχώς]] [[κάποιος]] άσκοπα. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 29 September 2017
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἔμπᾰ: ἐπίρρ., ἴδε ἔμπᾱς.
French (Bailly abrégé)
poét. c. ἔμπας.
Spanish (DGE)
v. ἔμπας.
Greek Monolingual
(I)
ἔμπα (Α)
επίρρ. βλ. έμπας.———————— (II)
το
1. το να μπαίνει κάποιος κάπου, η είσοδος
2. είσοδος, θύρα
3. έναρξη περιόδου («το έμπα του χειμώνα»)
4. φρ. «το έμπα-έβγα» — το να μπαινοβγαίνει συνεχώς κάποιος άσκοπα.