ἀταλάφρων: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228
(big3_7)
(6)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀτᾰλάφρων) -ονος, ὁ, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀταλόφρων <i>IG</i> 12(8).600.14 (Tasos II d.C.), Hsch.<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-λᾱ]<br /><b class="num">1</b> [[tierno]], [[inocente]] ref. a niños [[ἀμφίπολος]] κίεν ... παῖδ' ἐπὶ κόλπῳ ἔχουσ' ἀταλάφρονα, νήπιον αὔτως <i>Il</i>.6.400, τὸ παῖδα ἀταλάφρονα κεκλῆσθαι [[ἔθος]] Clem.Al.<i>Paed</i>.1.5.19, cf. <i>IG</i> l.c., Q.S.13.122, Hsch., ref. a doncellas Ἀθηναίη ... παρθενικῇ ἀταλάφρονι πάντ' εἰκυῖα Q.S.12.107.<br /><b class="num">2</b> adv. -όνως [[sin madurez mental]], [[torpemente]] Leont.H.<i>Monoph</i>.M.86.1845A.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Regresivo de ἀταλά φρονέων c. el primer término en ac. Otros lo derivan de ταλάφρων ‘temeroso’ c. ἀ- priv., pero v. [[ἀταλός]].
|dgtxt=(ἀτᾰλάφρων) -ονος, ὁ, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀταλόφρων <i>IG</i> 12(8).600.14 (Tasos II d.C.), Hsch.<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-λᾱ]<br /><b class="num">1</b> [[tierno]], [[inocente]] ref. a niños [[ἀμφίπολος]] κίεν ... παῖδ' ἐπὶ κόλπῳ ἔχουσ' ἀταλάφρονα, νήπιον αὔτως <i>Il</i>.6.400, τὸ παῖδα ἀταλάφρονα κεκλῆσθαι [[ἔθος]] Clem.Al.<i>Paed</i>.1.5.19, cf. <i>IG</i> l.c., Q.S.13.122, Hsch., ref. a doncellas Ἀθηναίη ... παρθενικῇ ἀταλάφρονι πάντ' εἰκυῖα Q.S.12.107.<br /><b class="num">2</b> adv. -όνως [[sin madurez mental]], [[torpemente]] Leont.H.<i>Monoph</i>.M.86.1845A.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Regresivo de ἀταλά φρονέων c. el primer término en ac. Otros lo derivan de ταλάφρων ‘temeroso’ c. ἀ- priv., pero v. [[ἀταλός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀταλάφρων]], -ον (Α)<br />(για [[παιδιά]]) [[τρυφερός]], [[ευαίσθητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[αταλάφρων]] θεωρήθηκε ότι προήλθε από τη φρ. «<i>αταλά φρονέων</i>», με α' συνθετικό το επίθ. [[αταλός]] στην αιτ. πληθ. του ουδετέρου. Υποστηρίχθηκε όμως και η αντίθετη [[άποψη]], σύμφωνα με την οποία [[αρχικός]] [[είναι]] ο τ. [[αταλάφρων]] (απ' όπου παράγεται έμμεσα το επίθ. [[αταλός]]) προερχόμενος από <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[ταλάφρων]] «[[καρτερόψυχος]], [[ανθεκτικός]]» και με [[σημασία]] «[[έντρομος]], φοβισμένος», η οποία ταιριάζει στη [[συμπεριφορά]] του Αστυάνακτος, του γιου του Έκτορος, στο συγκεκριμένο ομηρικό [[χωρίο]] (Ιλ. Ζ 400). Μειονέκτημα αυτής της ετυμολογήσεως [[είναι]] ότι ενώ εξηγεί μορφολογικά πολύ ικανοποιητικά τον τ. (ερμηνεύοντας και το συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>α</i>-), υστερεί σημασιολογικά, [[αφού]] [[πουθενά]] δεν παραδίδεται η λ. [[αταλάφρων]] με τη [[σημασία]] «[[δειλός]], [[έντρομος]], φοβισμένος»].
}}
}}

Revision as of 06:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτᾰλάφρων Medium diacritics: ἀταλάφρων Low diacritics: αταλάφρων Capitals: ΑΤΑΛΑΦΡΩΝ
Transliteration A: ataláphrōn Transliteration B: atalaphrōn Transliteration C: atalafron Beta Code: a)tala/frwn

English (LSJ)

[ᾰτ], ον, gen. ονος, (φρονέω)

   A tender-minded, of a child in arms, Il.6.400, Q.S.13.122:—also in form ἀταλόφρων, IG12(8).600.14 (Thasos).

German (Pape)

[Seite 383] = ἀταλὰ φρονέων, kindlich denkend, noch schwach, zart an Geist, Iliad. 6, 400 παῖδα ἀταλάφρονα, νήπιον αὔτως.

Greek (Liddell-Scott)

ἀταλάφρων: -ον, γεν. ονος (φρονέω) ὁ ἀταλάς, τρυφεράς ἔχων φρένας, ὁ ἁπαλόφρων, ἐπὶ νηπίου, παῖδ’ ἐπὶ κόλπῳ ἔχουσ’ ἀταλάφρονα, νήπιον αὔτως Ἰλ. Ζ. 400· δι. γρ. ἀταλόφρων, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 325. 13.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
à l’esprit enfantin, naïf.
Étymologie: ἀταλός, φρήν.

English (Autenrieth)

(ἀταλός, φρήν): merryhearted, Il. 6.400†.

Spanish (DGE)

(ἀτᾰλάφρων) -ονος, ὁ, ἡ

• Alolema(s): ἀταλόφρων IG 12(8).600.14 (Tasos II d.C.), Hsch.

• Prosodia: [ᾰ-λᾱ]
1 tierno, inocente ref. a niños ἀμφίπολος κίεν ... παῖδ' ἐπὶ κόλπῳ ἔχουσ' ἀταλάφρονα, νήπιον αὔτως Il.6.400, τὸ παῖδα ἀταλάφρονα κεκλῆσθαι ἔθος Clem.Al.Paed.1.5.19, cf. IG l.c., Q.S.13.122, Hsch., ref. a doncellas Ἀθηναίη ... παρθενικῇ ἀταλάφρονι πάντ' εἰκυῖα Q.S.12.107.
2 adv. -όνως sin madurez mental, torpemente Leont.H.Monoph.M.86.1845A.

• Etimología: Regresivo de ἀταλά φρονέων c. el primer término en ac. Otros lo derivan de ταλάφρων ‘temeroso’ c. ἀ- priv., pero v. ἀταλός.

Greek Monolingual

ἀταλάφρων, -ον (Α)
(για παιδιά) τρυφερός, ευαίσθητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αταλάφρων θεωρήθηκε ότι προήλθε από τη φρ. «αταλά φρονέων», με α' συνθετικό το επίθ. αταλός στην αιτ. πληθ. του ουδετέρου. Υποστηρίχθηκε όμως και η αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την οποία αρχικός είναι ο τ. αταλάφρων (απ' όπου παράγεται έμμεσα το επίθ. αταλός) προερχόμενος από α- στερ. + ταλάφρων «καρτερόψυχος, ανθεκτικός» και με σημασία «έντρομος, φοβισμένος», η οποία ταιριάζει στη συμπεριφορά του Αστυάνακτος, του γιου του Έκτορος, στο συγκεκριμένο ομηρικό χωρίο (Ιλ. Ζ 400). Μειονέκτημα αυτής της ετυμολογήσεως είναι ότι ενώ εξηγεί μορφολογικά πολύ ικανοποιητικά τον τ. (ερμηνεύοντας και το συνδετικό φωνήεν -α-), υστερεί σημασιολογικά, αφού πουθενά δεν παραδίδεται η λ. αταλάφρων με τη σημασία «δειλός, έντρομος, φοβισμένος»].