ἄκομψος: Difference between revisions
(big3_2) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[sencillo]], [[sobrio]] de pers., junto a φαῦλος E.<i>Fr</i>.473, cf. Cratin.15, junto a σεμνός M.Ant.6.30, junto a [[ἀκαλλώπιστος]] Iul.<i>Caes</i>.317c<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[comedido]], [[contenido]] οὔκουν εἰκὸς ἄκομψον εἶναι τὴν ἔριν παραπλησίως συγκροτουμένην Chor.<i>Decl</i>.8.4<br /><b class="num">•</b>c. inf. ἐγὼ δ' [[ἄκομψος]] ... δοῦναι λόγον soy un hombre que desconoce las ingeniosidades retóricas</i> E.<i>Hipp</i>.986<br /><b class="num">•</b>de palabras, conceptos, etc. οὐκ ἄ. nada sencillo</i> Phlp.<i>in Ph</i>.528.19.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin elegancia]] op. ἀστείως Plu.2.4f, cf. D.Chr.67.1. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[sencillo]], [[sobrio]] de pers., junto a φαῦλος E.<i>Fr</i>.473, cf. Cratin.15, junto a σεμνός M.Ant.6.30, junto a [[ἀκαλλώπιστος]] Iul.<i>Caes</i>.317c<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[comedido]], [[contenido]] οὔκουν εἰκὸς ἄκομψον εἶναι τὴν ἔριν παραπλησίως συγκροτουμένην Chor.<i>Decl</i>.8.4<br /><b class="num">•</b>c. inf. ἐγὼ δ' [[ἄκομψος]] ... δοῦναι λόγον soy un hombre que desconoce las ingeniosidades retóricas</i> E.<i>Hipp</i>.986<br /><b class="num">•</b>de palabras, conceptos, etc. οὐκ ἄ. nada sencillo</i> Phlp.<i>in Ph</i>.528.19.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin elegancia]] op. ἀστείως Plu.2.4f, cf. D.Chr.67.1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄκομψος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν [[είναι]] [[κομψός]], [[άχαρος]], [[ακαλαίσθητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αστόλιστος]], [[ακαλλώπιστος]]<br /><b>2.</b> [[αγροίκος]], [[άξεστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κομψός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακομψία]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A unadorned, Archil.158, cf. Jul.Caes.317c; ἐγὼ δ' ἄκομψος 'rude I am in speech', E.Hipp.986, cf. M.Ant.6.30, Chor. in Jahrb.9.176; οὐκ ἄ. Phlp. in Ph.528.19. Adv. -ψως Plu.2.4f.
German (Pape)
[Seite 76] dasselbe, schlicht, Eur. frg. φαῦλον, ἄκ., τὰ μέγιστα ἀγαθά; bei Plut. de puer. ed. 9 ἄκ. εἰς ὄχλον δοῦναι λόγον, ich passe nicht dazu. – Adv. οὐκ ἀκόμ ψως ἀλλὰ πάνυ ἀστείως Plut. a. a. O. 7 med.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκομψος: -ον, ἀκαλλώπιστος, ἄγροικος, Ἀρχίλ. 158· ἐγὼ δ’ ἄκομψος, εἶμαι ἄγροικος, ἀκαλλώπιστος τὴν γλῶσσαν, Εὐρ. Ἱππ. 986· ἄκ. καὶ φαῦλος, Α.Β. 369· πρβλ. Διογ. Λ. 3. 63. - Ἐπίρρ. -ψως, Πλούτ. 2. 4F.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans parure, rude ; inhabile.
Étymologie: ἀ, κομψός.
Spanish (DGE)
-ον
1 sencillo, sobrio de pers., junto a φαῦλος E.Fr.473, cf. Cratin.15, junto a σεμνός M.Ant.6.30, junto a ἀκαλλώπιστος Iul.Caes.317c
•de abstr. comedido, contenido οὔκουν εἰκὸς ἄκομψον εἶναι τὴν ἔριν παραπλησίως συγκροτουμένην Chor.Decl.8.4
•c. inf. ἐγὼ δ' ἄκομψος ... δοῦναι λόγον soy un hombre que desconoce las ingeniosidades retóricas E.Hipp.986
•de palabras, conceptos, etc. οὐκ ἄ. nada sencillo Phlp.in Ph.528.19.
2 adv. -ως sin elegancia op. ἀστείως Plu.2.4f, cf. D.Chr.67.1.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄκομψος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν είναι κομψός, άχαρος, ακαλαίσθητος
αρχ.
1. αστόλιστος, ακαλλώπιστος
2. αγροίκος, άξεστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κομψός.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακομψία].