ἀκρατισμός: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(big3_2) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-οῦ, ὁ [[desayuno]] Ath.11d. | |dgtxt=-οῦ, ὁ [[desayuno]] Ath.11d. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀκρατισμός]], ο (AM) [[ἀκρατίζω</i> -<i>ομαι]]<br />το να προγευματίζει [[κάποιος]]<br /><b>μσν.</b><br />το να τρώει [[κανείς]] το [[γεύμα]] του. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A breakfasting, Ath.1.11d, v.l. in Theoc.1.51 (ap.Sch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρᾱτισμός: ὁ, = τὸ ἀκρατίζεσθαι, προγευματίζειν, Ἀθήν. 11D.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
petit-déjeuner.
Étymologie: ἀκρατίζομαι.
Par. ἀκράτισμα, ἄριστον², δεῖπνον, δόρπον.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ desayuno Ath.11d.
Greek Monolingual
ἀκρατισμός, ο (AM) [[ἀκρατίζω -ομαι]]
το να προγευματίζει κάποιος
μσν.
το να τρώει κανείς το γεύμα του.