ἀνασειράζω: Difference between revisions
καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed
(big3_4) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[tirar hacia atrás con maromas]] ἀνασεφάζοντες ἔχον προτέρωσε κιοῦσαν en la botadura de una nave, A.R.1.391.<br /><b class="num">2</b> fig. [[frenar]], [[dominar]] φλόγα Ar.<i>Fr</i>.561, ὄρεξιν <i>AP</i> 9.687, οὐ ... πυλαωρὸς ἰδὼν ἀνεσείρασε Βάκχην Nonn.<i>D</i>.44.24, μετήλυδα λαόν Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.6.67.<br /><b class="num">II</b> fig. [[descarriar]], [[sacar del buen camino]] ὅστις σε θεῶν ἀνασειράζει E.<i>Hipp</i>.237<br /><b class="num">•</b>c. ac. y gen. [[ἀλλά]] ἑ ... οὐτήσας ... ἀνεσείρασε χάρμης Nonn.<i>D</i>.39.355. | |dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[tirar hacia atrás con maromas]] ἀνασεφάζοντες ἔχον προτέρωσε κιοῦσαν en la botadura de una nave, A.R.1.391.<br /><b class="num">2</b> fig. [[frenar]], [[dominar]] φλόγα Ar.<i>Fr</i>.561, ὄρεξιν <i>AP</i> 9.687, οὐ ... πυλαωρὸς ἰδὼν ἀνεσείρασε Βάκχην Nonn.<i>D</i>.44.24, μετήλυδα λαόν Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.6.67.<br /><b class="num">II</b> fig. [[descarriar]], [[sacar del buen camino]] ὅστις σε θεῶν ἀνασειράζει E.<i>Hipp</i>.237<br /><b class="num">•</b>c. ac. y gen. [[ἀλλά]] ἑ ... οὐτήσας ... ἀνεσείρασε χάρμης Nonn.<i>D</i>.39.355. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀνασειράζω]] (AM)<br />[[συγκρατώ]], [[θέτω]] υπό έλεγχο, [[περιορίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απομακρύνω]], [[απομακρύνω]] από το [[ορθό]]<br /><b>2.</b> [[τραβώ]] [[προς]] τα [[πίσω]] με τη [[σειράδα]] (μικρό [[σχοινί]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ανα</i>- <span style="color: red;">+</span> <b>αρχ.</b> [[σειρά]] «[[σχοινί]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:53, 29 September 2017
English (LSJ)
A draw back with a hawser, A.R.1.391: metaph., hold in check, φλόγα v.l. in Ar.Fr.561; τὴν ὄρεξιν AP9.687. 2 draw off the right road, E.Hipp.237; draw away, c. gen., τινὰ χάρμης Nonn. D.39.355.
German (Pape)
[Seite 207] mit dem Seil zurückziehen, Ep. ad. 362 (IX, 687); ἰωήν Paul. Sil. 39 (V, 241); vom rechten Wege abbringen, Eur. Hipp. 238; φλόγα ἀνασ. Ar. bei Poll. 10, 119, von B. A. 392 ἀνατρέπειν, ἀνθέλκειν erkl.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασειράζω: ἕλκω πρὸς τὰ ὀπίσω διὰ τῆς σειρᾶς, ἤτοι τῆς ἁλύσεως, ἂψ ἀνασειράζοντες ἔχον προτέρωσε κιοῦσαν Ἀπολ. Ρόδ. Α. 391: μεταφ., περιορίζω, φλόγα Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 470· τὴν ὄρεξιν Ἀνθ. Π. 9. 687: - ῥημ. ἐπίθ. ἀνασειραστέον, Βυζ. 2) ἀπάγω ἀπὸ τῆς εὐθείας ὁδοῦ, ὅστις σε θεῶν ἀνασειράζει καὶ παρακόπτει φρένας Εὐρ. Ἱππ. 237, ἔνθα ἴδε Βαλκ.
French (Bailly abrégé)
secouer la bride (pour dompter le cheval).
Étymologie: ἀνά, σειράζω.
Spanish (DGE)
I 1tirar hacia atrás con maromas ἀνασεφάζοντες ἔχον προτέρωσε κιοῦσαν en la botadura de una nave, A.R.1.391.
2 fig. frenar, dominar φλόγα Ar.Fr.561, ὄρεξιν AP 9.687, οὐ ... πυλαωρὸς ἰδὼν ἀνεσείρασε Βάκχην Nonn.D.44.24, μετήλυδα λαόν Nonn.Par.Eu.Io.6.67.
II fig. descarriar, sacar del buen camino ὅστις σε θεῶν ἀνασειράζει E.Hipp.237
•c. ac. y gen. ἀλλά ἑ ... οὐτήσας ... ἀνεσείρασε χάρμης Nonn.D.39.355.
Greek Monolingual
ἀνασειράζω (AM)
συγκρατώ, θέτω υπό έλεγχο, περιορίζω
αρχ.
1. απομακρύνω, απομακρύνω από το ορθό
2. τραβώ προς τα πίσω με τη σειράδα (μικρό σχοινί).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + αρχ. σειρά «σχοινί»].